Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Γ. Κοτζιούλας: Τρία ποιήματα στον “Ρίζο της Δευτέρας”


Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τον Γιώργο Κοτζιούλα από τα ποιήματά του. Αγνοούμε το μεγαλύτερο μέρος του πολυδιάστατου έργου του και ο κυριότερος λόγος είναι γιατί αυτό παραμένει ανέκδοτο (αξιοσημείωτο είναι πάντως πως τον τελευταίο καιρό επανακυκλοφορούν με ενθαρρυντικό ρυθμό παλαιότερα έργα του και κάποια άλλα κυκλοφορούν για πρώτη φορά). Μια πτυχή αυτού του έργου είναι η αρθρογραφία στον τύπο. Σε εφημερίδες και περιοδικά έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς πολλά άρθρα του Κοτζιούλα για λογοτεχνικά ζητήματα, κριτικές, χρονογραφήματα και θεωρητικά κείμενα.

Ένα από τα έντυπα που φιλοξένησαν κείμενα του Γ. Κοτζιούλα είναι η εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας» που έφερε ως υπότιτλο: «Εβδομαδιαία δημοκρατική εφημερίδα του λαού - Πολιτική, οικονομική, φιλολογική, σατιρική». Την έβγαζε το ΚΚΕ αυτή την συγκεκριμένη μέρα της βδομάδας που ο Ριζοσπάστης, ως πρωινό φύλλο, δεν κυκλοφορούσε. Η εφημερίδα βγήκε σε 62 μόλις φύλλα, μέχρι την απαγόρευσή της, την περίοδο από 21/10/1946 έως 22/12/1947. Στο διάστημα αυτό στον «Ρίζο της Δευτέρας» δημοσιεύτηκαν 12 άρθρα και 3 ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα (την ίδια περίοδο ο Κοτζιούλας έχει και τη στήλη «Γλωσσοφιλολογικά» στον Ριζοσπάστη της Πέμπτης).

Στην προσπάθειά μας να συμβάλλουμε στην ανάδειξη της λιγότερο γνωστής πλευράς  του έργου του, συγκεντρώσαμε και μεταφέρουμε στο διαδίκτυο, σταδιακά από τη στηθάγχη, τα άρθρα του Γιώργου Κοτζιούλα. Μέχρι στιγμής  έχουμε δημοσιεύσει έξι από αυτά, και μπορείτε να τα βρείτε εδώ.

Σήμερα αναρτούμε τα τρία ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα, που δημοσιεύτηκαν στο Ρίζο της Δευτέρας. Τα παρουσιάζουμε με τη χρονολογική σειρά δημοσίευσης.


ΣΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΜΑΣ ΤΟ ΞΟΔΙ
(στίχοι 56, όσα και τα χρόνια του)

Στου Γέρου μας το ξόδι έπρεπε νάναι πίσω
―Μούσα, για βόηθα με κι’ εσύ να τους μετρήσω:
βοσκοί απ’ τα Χάσια του με τις μακριές αγκλίτσες,
γελαδαραίοι με τις πλατύγυρές τους ντρίτσες,
ζευγίτες απ’ τον κάμπο έχει στη Θεσσαλία
με της δουλιάς τους όλο χώμα τα εργαλεία,
προβάλλοντας από λασπόχτιστα κονάκια
σαν τις γουστέρες που γλιστράνε στα ρουπάκια,
και καραγκούνες, ω, των βάλτων πεταλούδες,
χαμοπετούμενες του τόπου καλιακούδες,
λαός λασπιάδων που του αφέντη το κουρμπάτσι
τον ζόριζε ως τα χτες πιο φρόνιμα να κάτσει,
μα αρμόζει ξέχωρη μέσα στους άλλους θέση
(γιατί και του ιδιανού πολύ θα τούχε αρέσει)
για τους όμοιούς του απού και της καρδιάς τα φύλλα
καμμένα του καπνού θα τάχε η φαρμακίλα,
σα δε σηκώνονταν αυτός ανάμεσά τους,
πολέμαρχο να ιδείς καπνιάδων απ’ τους πρώτους,
που κάνοντας κομμάτια άτιμες αλυσίδες
καθώς τον φύλαγαν δεμένο, οι σταυρωτήδες,
μ’ όλο πρωτοπαλήκαρα απ’ τα ξερονήσια
που δίψα λευτεριάς τους φλόγιζε περίσσια,
μ’ απόφαση για νίκη ή ο ίδιος να πεθάνει
βγήκε μ’ αδρασκελιές μεγάλες στο μεïντάνι,
βγήκε σα Διγενής Ακρίτας να παλέψει,
με την παλάμη σκέπη ισιώνοντας τη βλέψη
για να ζυγιάσει τον αντίμαχο, στα χέρια
πριν έρθουνε κι’ η γης ανατρομάξει ακέρια,
γιατ’ ήτανε και το στοιχιό φωτιά μονάχη,
που φούντωνε, άψιωνε, πεισμάτωνε η αμάχη,
τόσο που τρέξανε να ιδούν κι’ οι ξωμερίτες
τα πράτα αφήνοντας να πίνουν στις κουρίτες
κι άλλοι απαράτησαν μεμιάς τη χερολάβα
να φτάσουν γλήγορα, και στων ωρών το διάβα,
καθώς αχολογούσαν γύρω τα ρουμάνια
τώρα που του ραγιά ξανάρθε η περηφάνια,
φερμένοι απ’ τα χωριά κι από τις πολιτείες
φορώντας άλλοι κοντοκάπια, άλλες μαντύες,
έρχονταν, έρχονταν, από ψηλά, από κάτω,
τόσοι που γίνηκαν ολάκερο φουσάτο,
κι είχαν απάνω τους ό,τι κι αν βάλει ο νους σου
στο πλάι κι αχώριστα ο πεντάφτωχος του πλούσιου,
τα ξύλα κούτσουρα μαζί με σπουδαγμένους,
έτσι που οι ντόπιοι δείχναν ένα με τους ξένους,
κι ήταν γυναίκες στα σουλούπια αυτά τα χίλια
που απ’ τους παπούληδες κρατάγαν καριοφίλια,
κι όλοι τους τούτοι, σαν αργάτες μέσ’ στο θέρο,
φώναζαν κι έδιναν κουράγιο! «Βάστα, Γέρο!
Μην τον αφήνεις τον οχτρό να ξανασάνει!»
και τέτιο αγώνα με παρόμοιον μπεχλιβάνη
δεν είχε κουρνιαχτός  ελληνικός κυκλώσει,
Γιατί στον έναν πλάι παράστεκαν οι τόσοι.
― Τι απόγινε;  Ρωτάει μια μάνα τον υγιό της.
― βαρύς σωριάστηκε κι’ ο δέντρος ο Αγραφιώτης,
αλλά στο πέσιμό του είδα, θαρρώ, συντρόφοι,
σαν άψυχο είδα, οργιές του μάκρου, και τον Όφη.
22-5-47                    

(Δημοσιεύτηκε στις 23/6/1947)

***

Ανθρωπομάζωμα

Σαν εκείνους τους σκασμένους που γενήκαν άρατοι
κι άλλοι τους, θροφή των όρνιων, μείναν στις λακκούβες,
μας σηκώσαν απ’ το στρώμα νύχτα οι τρισκάρατοι
και μας σάκιασαν οι μπόηδες τσούρμο μεσ’ στις κλούβες.

Άιντε, μωρέ παιδιά δεν είναι τίποτα·
ποιος θα σκιαχτεί από μας μούτρα ξετσίπωτα!

Δίχως φταίξη, δίχως κρίση (βρε τους αλειτούργητους!)
μεσ’ στις φυλακές  μας ρίχνουν και στα ξερονήσια,
καταπώς τους ορμηνεύουν οι τρανοί οι κακούργοι τους
που κοπιάσαν στην Ελλάδα φορτωμένοι αλύσια.

Μωρ’ ξένα αφεντικά πότε μας άρεσαν;
Όσοι άπλωσαν εδώ, μας εμαγάρισαν!

Έρχεται καιρός, αδέρφια, κι όλοι τον ξανοίγουνε,
που στην άφοβη γροθιά μας μπρος την οργισμένη
κι’ οι αλλόφερτοι ένας – ένας παν καπνός ―θ α  φ ύ γ ο υ ν ε―
κι ούτε για σπορά δικός μας τύραννος δε μένει.
           
Μ’ ανασυρμένα, βάι, μαχαιροθήκαρα,
τραβάμε το χορό πρωτοπαλήκαρα!

(Δημοσιεύτηκε στις 18/8/1947)

***

Απολογία μελλοθανάτων

«Όποιο κι αν έχουμε όνομα, λεγόμαστε Ελληνίδες,
φύτρα της γης που δόξασαν Τζαβέλαινες και Διάκοι.
Τέτιαν αντρίκια απόφαση, πες μας πού αλλού την είδες,
χλωμέ κριτή, που στάζουνε τα λόγια σου φαρμάκι;

»Και τι μας έφερες εδώ, για τι να μας δικάσεις;
Κοίτα πώς λάμπουν ξάστερα τα μέτωπά μας, κοίτα.
Για των λαών την άνοιξη γίναμε ανθός της πλάσης,
τόση δροσιά ούτε το πρωί δεν έχει η μαργαρίτα.

»Ποιος, Λευτεριά, το πίστευε πώς σάβανο μας θάσουν;
Αμάλαγο· αν δεν πρόφτασαν τα στήθη τα παρθένα
με γάλα αγνό της σάρκας μας παιδιά να προστηλάσουν,
μα όπου θα πέσουμε θα βγει των αντρειωμένων η γέννα».

(Δημοσιεύτηκε στη 1/9/1947)

Δεν υπάρχουν σχόλια: