Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

“ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΕΣ” - Ο Γιώργος Κοτζιούλας γράφει στον «Ρίζο της Δευτέρας» (6/12)


Συνεχίζουμε την παρουσίαση των άρθρων του Γιώργου Κοτζιούλα στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας», με τη μεταφορά στο διαδίκτυο του έκτου  από τα δώδεκα συνολικά άρθρα που έγραψε ο ποιητής-συγγραφέας στην εφημερίδα. Το κείμενο έχει τίτλο ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΕΣ και δημοσιεύτηκε στο φύλλο 35, στις 16 Ιούνη του 1947.

Ο Γ. Κοτζιούλας περιγράφει το διαχρονικό ζήτημα που αφορά τη σχέση μεταξύ συγγραφέων-εκδοτών και γενικότερα τις περιορισμένες και ελεγχόμενες δυνατότητες που έχουν ειδικά οι νεότεροι συγγραφείς να εκφραστούν μέσα από την έκδοση του έργου τους. Ο αναγνώστης αυτού του άρθρου, που γράφτηκε πριν από σχεδόν 70 χρόνια, ίσως απορήσει με τις ομοιότητες της κατάστασης εκείνης της εποχής με τη σημερινή. Ας σκεφτεί όμως ότι όπως και τότε, έτσι και σήμερα παραμένει ζωντανή και κυρίαρχη η λογική που θέλει το βιβλίο (και κατ’ επέκταση τη λογοτεχνία)  εμπόρευμα  και όχι εργαλείο για την ανάταση και την καλλιέργεια του λαού. Και τους εκδότες,  αλλά και πολλούς από τους συγγραφείς,  εμπόρους που να υπολογίζουν πρώτα και κύρια το κέρδος τους, και η όποια διαπραγμάτευσή τους να αφορά αυτό και μόνο… Ο Κοτζιούλας όμως δεν περιγράφει απλά την κατάσταση. Μέσα από το κείμενό του σκιαγραφεί λύσεις για το πρόβλημα. Άλλωστε και η συνολικότερη στάση του και πορεία που ακολούθησε στη σύντομη και γεμάτη ζωή του (που αποτυπώνεται και στο έργο του),  απέβλεπε στην κατάργηση αυτού και όλων των προβλημάτων που ταλάνιζαν από τότε τον λαό, μέσα από το κοινωνικό σύστημα που έχει στο επίκεντρό του τον άνθρωπο και όχι το κέρδος· το σοσιαλιστικό.

(Για να δείτε και τα προηγούμενα άρθρα, πατήστε ΕΔΩ.)

Καλή ανάγνωση!

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΕΣ

Εμείς οι άνθρωποι των γραμμάτων, που τυπώνουμε στη χάση και στη φέξη, με χίλια βάσανα, κανένα βιβλιαράκι ή φυλλάδιο, δεχόμαστε απ’ τον κύκλο των φίλων μας ή τους λιγοστούς μας αναγνώστες το παρακάτω ερώτημα:

― Και ποιος εκδότης το έβγαλε;

Μπορεί να ρωτούν έτσι, κατά τύπους, για να πουν κάτι, αφού μιλούν για συγγραφείς. Αλλά το ζήτημα δεν παύει να υπάρχει και θα χρειαζόταν μια εξήγηση απάνω σ’ αυτό. Τι σχέση, αλήθεια, συνδέει, στον τόπο μας βέβαια, τους συγγραφείς με τους εκδότες; Και μπορεί να γίνει μεταξύ τους τίποτε καλύτερο, μελλοντικά;

Αν εξαιρέσουμε ορισμένα ονόματα σαν του Φέξη, της Άγκυρας, του Γανιάρη, του Ελευθερουδάκη (αναφέρουμε δω μονάχα τους παλιότερους, γιατί οι σύγχρονοι είναι σ’ όλους γνωστοί), δε θα ’ταν παρά δοξολογία να γράψει κανείς πως η λέξη εκδότης κατάντησε για τη χώρα μας ένας ευφημισμός. Δεν υπάρχουν εκδότες ή, αν υπάρχουν, καλύτερα να λείπαν κι αυτοί, εφ’ όσον πρόκειται για κοινούς εμπόρους των βιβλίων.

Αλλά τα παραπάνω θέλουν ανάλυση και συμπλήρωση, για να μη φαίνονται άδικα ή δογματικά έτσι που είναι διατυπωμένα.

Λέμε πως δεν υπάρχουν εκδότες. Πραγματικά, κι όταν βλέπει κανείς στα εξώφυλλα τ’ όνομά τους, τις περισσότερες φορές αυτό δε σημαίνει τίποτε. Το τύπωμα του βιβλίου το έχουν αναλάβει οι ίδιοι, αλλά μ’ έξοδα του συγγραφέα. Πληρώνει ο τελευταίος χαρτί, στοιχειοθεσία, τυπωτικά και ύστερα προσθέτει ένα όνομα εκδοτικού οίκου, για να φαίνεται πως η έκδοση έγινε από τρίτον, για λόγους γοήτρου, εφόσον μάλιστα εκείνος βοηθάει και σε κάτι: στο πούλημα του βιβλίου. Οι λεγόμενοι εκδότες δεν είναι παρά δραστήριοι βιβλιοπώλες ή φιλόδοξοι τυπογράφοι.

Άλλοτε γίνονται μεταξύ τους επιτήδειοι συνδυασμοί. Ο ένας βάζει το χαρτί, ο άλλος τη δουλειά. Και μοιράζονται στο τέλος τ’ αντίτυπα ή, ακόμα σπανιώτερα, τα κέρδη. Μια συνηθισμένη μορφή τέτοιας συνεργασίας είναι και η εξασφάλιση μελλοντικών αντιτύπων. «Τόσα θα μου πάρει το Υπουργείο, τόσα η Τράπεζα, τόσα ο Δήμος. Έχουμε και λέμε: Α επί Β μας κάνουν Γ ποσόν. Βγαίνουν τα έξοδα, περισσεύει και κάτι». Ο υποψήφιος εκδότης μπροστά στη λογική, στη σιγουριά των αριθμών τι να κάμει, θα υποχωρήσει. Κι έτσι κλείνεται η συμφωνία μεταξύ βιβλιεμπόρου και συγγραφέα, όταν ο δεύτερος διαθέτει κι αυτός μερικές ικανότητες επιχειρηματικές. Αλλά η πιο συνηθισμένη περίπτωση είναι να τα πληρώνει όλα απ’ την τσέπη του, κάνοντας ένα έξοδο για χάρη της τέχνης.

Και οι άλλοι που δεν έχουν λεφτά, που είναι συγγραφείς απλώς με ταλέντο και όχι πολυτάλαντοι, τι γίνεται μ’ αυτούς;  Μένουν ανέκδοτοι, καταδικασμένοι στην αφάνεια για όλη τη ζωή τους. Μόνο αν τους πέσει καμιά προίκα ή λαχείο ή έμβασμα απ’ το εξωτερικό, μπορούν κι αυτοί να εμφανισθούν στην προθήκη του βιβλιοπωλείου.

Τις περισσότερες φορές τα κριτήρια για την έκδοση ενός βιβλίου είναι τυχαία, εξωκαλλιτεχνικά (γνωριμίες, συστάσεις κλπ.) ή εμπορικά – όπως είπαμε παραπάνω. Οι πιο πολλοί εκδότες είναι ικανοί μονάχα για λογαριασμούς και σπάνια κατάλληλοι για τεχνοκρίτες. Ούτε τα χειρόγραφα τα ίδια δε διαβάζουν. Όσο για το θεσμό των φιλολογικών συμβούλων, αυτό θ’ αποτελούσε μια πολυτέλεια για την άμοιρη Ελλάδα.

Με τέτοιες συνθήκες δεν είναι παράξενο πως, ενώ απ’ τη μια μεριά κυκλοφορούν τόσα σκάρτα βιβλία, δεν υπάρχει απ’ την άλλη τρόπος να φτάσουν στη δημοσιότητα εργασίες που το αξίζουν οπωσδήποτε και που ίσως θα σημείωναν επιτυχία. Τα πρώτα βγαίνουν γιατί τα πληρώνουν οι ίδιοι ή πάντως ασκείται πίεση στους εκδότες. Τα δεύτερα, όταν μάλιστα συμβαίνει ν’ ανήκουν σε νέους, σε άσημους ακόμα συγγραφείς, μένουν στο στάδιο του χειρογράφου, αφού οι δημιουργοί τους δεν έτυχε να βρεθούν κεφαλαιούχοι, ούτε διαθέτουν αρκετό θράσος ή κύρος ακόμη να επιβληθούν.

Μιλάμε γενικότερα, παραβλέποντας τις λίγες εξαιρέσεις, και όχι μονάχα για τα χρόνια μας, αλλά για όλη την τελευταία περίοδο. Και για όσους νομίζουν πως δίνουμε μια εικόνα ζοφερή του ζητήματος, δεν έχουμε παρά ν’ αναφέρουμε δυο παραδείγματα. Ο Παλαμάς περίμενε χρόνια ώσπου ν’ αποφασίσουν να του στείλουν στο τυπογραφείο την «Ποιητική». Κι ήταν ένδοξος πρεσβευτής πια, φορτωμένος από δάφνες. Ο εκδότης όμως δεν ήταν βέβαιος  αν θα πιάσει τα λεφτά του, γι’ αυτό δίσταζε. Κάτι ανάλογο έπαθε κι ο Καρυωτάκης. Τον καιρό που είχε έτοιμα τα περίφημα «Ελεγεία και Σάτιρες», του κάκου ζητούσε εκδότη. Κανένας δεν τον εμπιστευότανε, τον ειρωνεύονταν κιόλας. Κι ούτε θα βγαινε η συλλογή, αν δεν έκανε το θάμα του ο νηστήσιμος μισθός του υπαλλήλου.

Υπάρχουν εκδότες που πλούτισαν από τον ξένο κόπο, τα βιβλία των άλλων. Οι πιο πολλοί εκμεταλλεύονται αλύπητα τους συγγραφείς που θα τους πέσουν στα χέρια. Τους παίρνουν τις μεταφράσεις για ένα κομμάτι ψωμί. Ακατάρτιστοι, πλεονέκτες, δίχως γούστο, βγάζουν ό,τι τους συμφέρει για να κερδίσουν περισσότερα. Και φέρνονται στους συνεργάτες τους τυρρανικά. Θα βρεις όμως και άλλους, λογικούς , φιλαλήθεις, με πόνο πραγματικό για τα γράμματα. «Τι να σου κάμω, σου λένε. Το φιλολογικό βιβλίο δεν έχει ζήτηση. Έβγαλα του τάδε, κι επειδή δεν πουλιούνταν, τόδωσα στα καροτσάκια, να πιάσω τουλάχιστο τα λεφτά μου».

Συμβαίνει κι αυτό. Η ποιότητα ενός βιβλίου δε συμβαδίζει αναγκαστικά με την εμπορική του επιτυχία. Χρειάζεται να συνεργήσουν κι άλλοι παράγοντες γι’ αυτό: κριτικές, διαφήμιση, επικαιρότητα, δίψα του κοινού. Οι εκδότες λοιπόν, οι καλόπιστοι εννοώ, έχουν κι αυτοί δίκιο απ’ την άποψή τους. Τι να σου κάμουν, άμα δεν αγοράζει ο κόσμος;

Τώρα ερχόμαστε στην ανάγκη και το κράτος. Το κράτος απουσιάζει σε όλο του το μεγαλείο από τέτοια ζητήματα. Δήθεν αμέριμνο αφήνει ελεύθερη την ατομική πρωτοβουλία. Τι, να κρατικοποιήσει τη λογοτεχνία; Αυτά συμβαίνουν στα ολοκληρωτικά καθεστώτα! Κι εμείς είμαστε η πατρίδα των φώτων και τα λοιπά. Αφήστε τους ανθρώπους να γράφουν και να τυπώνουν όπως θέλουν. Αυτό θα πει ελευθεροτυπία.

Δεν πρόκειται όμως να ξεγελάσουν κανέναν μ’ αυτές τις υποκρισίες. Οι λογοτέχνες ξέρουν καλά πως, αν ήθελαν οι αρμόδιοι, πολλά μπορούσαν να γίνουν κι από την εκδοτική πλευρά. Τόσες φορές έχουν διατυπωθεί σε υπομνήματα, έχουν μπει και σε νομοσχέδια έτοιμα να ψηφιστούν. Όλα όμως ναυαγούν, ματαιώνονται την τελευταία στιγμή, από λόγους οικονομίας, λέει. Και όμως δε θα ήταν κρατική επιβάρυνση αν υποχρεώνονταν οι δημοτικές βιβλιοθήκες, των κέντρων και των επαρχιών, να απορροφούσαν κάθε χρόνο ορισμένα αντίτυπα καλών βιβλίων ούτε ήταν ανέφικτο όνειρο να ιδρυθεί με μια σχετική βοήθεια – όπως έχει υποδειχτεί – εκδοτικός οργανισμός που ν’ αντιπροσωπεύει αυτούσιος και να εξυπηρετεί κατ’ ευθείαν τους συγγραφείς – μέλη του.

Αλλά το μακάριο κράτος εξακολουθεί να κωφεύει. Αντί να σκοτίζεται για μας τους λογοτέχνες, που θα εξυπηρετούσαμε τον πολιτισμό του τόπου, προτιμά να στρατολογεί χωροφύλακες για τον εμφύλιο πόλεμο. Έτσι, ό,τι και να πούμε για τους εκδότες, πάει χαμένο. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες δε μπορούν ούτ’ αυτοί να κινηθούν να οργανώσουν τη δουλειά τους. Εμείς στο μεταξύ διατελούμε υποχείριοί τους, όπως γινόταν αλλού πριν από εκατό χρόνια. Σ’ αυτή την πρωτόγονη κατάστασή μας έφεραν οι ζηλωτές της δυτικής δημοκρατίας και τα αζήτητα, ξενόφερτα αφεντικά τους.

Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γράφει στον «Ρίζο της Δευτέρας»

Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τον Γιώργο Κοτζιούλα από τα ποιήματά του. Αγνοούμε το μεγαλύτερο μέρος του πολυδιάστατου έργου του και ο κυριότερος λόγος είναι γιατί αυτό παραμένει ανέκδοτο (αξιοσημείωτο είναι πάντως πως τον τελευταίο καιρό επανακυκλοφορούν με ενθαρρυντικό ρυθμό παλαιότερα έργα του και κάποια άλλα κυκλοφορούν για πρώτη φορά). Μια πτυχή αυτού του έργου είναι η αρθρογραφία στον τύπο. Σε εφημερίδες και περιοδικά έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς πολλά άρθρα του Κοτζιούλα για λογοτεχνικά ζητήματα, κριτικές, χρονογραφήματα και θεωρητικά κείμενα.

Στην προσπάθειά μας να συμβάλλουμε στην ανάδειξη αυτής της λιγότερο γνωστής πλευράς  του έργου του, συγκεντρώσαμε και θα μεταφέρουμε στο διαδίκτυο, σταδιακά από τη στηθάγχη, τα άρθρα του Κοτζιούλα στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας». Τον «Ρίζο της Δευτέρας» με τον υπότιτλο «Εβδομαδιαία δημοκρατική εφημερίδα του λαού - Πολιτική, οικονομική, φιλολογική, σατιρική» τον έβγαζε το ΚΚΕ αυτή την συγκεκριμένη μέρα της βδομάδας που ο Ριζοσπάστης, ως πρωινό φύλλο, δεν κυκλοφορούσε. Η έρευνά μας αφορά την περίοδο από 21/10/1946 έως 22/12/1947, δηλαδή από το πρώτο μέχρι και το 62ο φύλλο της εφημερίδας. Στο διάστημα αυτό στον «Ρίζο της Δευτέρας» δημοσιεύτηκαν 12 άρθρα και 3 ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα. Να πρσθέσουμε πως την ίδια περίοδο ο Κοτζιούλας έχει και τη στήλη «Γλωσσοφιλολογικά» στον Ριζοσπάστη της Πέμπτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: