Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Αλ. Πάρνης: «Εκεί γράφτηκε ο "Μπελογιάννης", με τα λεφτά του Χικμέτ…» (και αποσπάσματα από το επικό ποίημα για τον κομμουνιστή ήρωα)


Ο ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και μεταφραστής Aλέξης Πάρνης (πραγματικό όνομα Σωτήρης Λεωνιδάκης – γεν. 1924) συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τραυματίστηκε στις μάχες της Αθήνας με τους Άγγλους τον Δεκέμβρη του 1944, πέρασε στο βουνό ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του ΔΣΕ «Προς τη Νίκη», για να καταλήξει πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε δεκατρία χρόνια.
Σε ηλικία 27 ετών ξεκινάει τη φοίτησή του στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο «Μαξίμ Γκόρκι» της Μόσχας. Το 1954, δυο χρόνια μετά τη δολοφονία του Νίκου Μπελογιάννη, το λογοτεχνικό περιοδικό «Νόβι Μιρ» δημοσιεύει το μεγάλο (πάνω από 2.000 στίχοι) επικό ποίημα του Πάρνη με τίτλο «Μπελογιάννης». Το ποίημα θα προκαλέσει αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους και το 1955 ο Πάρνης θα τιμηθεί με το Α΄ Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας, με κριτική επιτροπή μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας τέχνης: Ναζίμ Χικμέτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Πικάσο, Νικoλάς Γκιγιέν κ.ά.
Πρωτοετής φοιτητής στο «Μαξίμ Γκόρκι» ο Αλέξης Πάρνης γνωρίζεται με τον μεγάλο Τούρκο αγωνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ και γίνονται φίλοι.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Νίκος Οικονομίδης: Πένθιμη παραλλαγή των «Μοιραίων» του Κώστα Βάρναλη


Ριζοσπάστης, 17/12/1974

Είναι Τρίτη 17 Δεκέμβρη του 1974 όταν ο Ριζοσπάστης αναγγέλλει από την πρώτη του σελίδα το θάνατο του ποιητή του λαού Κώστα Βάρναλη: «Η καρδιά του ποιητή του “Οδηγητή” δεν άντεξε άλλο στη δοκιμασία. Ο Κώστας Βάρναλης, κορυφαίος ποιητής του λαού μας, τιμημένος με το βραβείο «Λένιν», που συνταίριασε το στίχο, το λόγο και τη ζωή με τους αγώνες του λαού μας, πέθανε, χθες το βράδυ. Η Ελλάδα χάνει έναν κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο κι ο λαός μας τον πιο αγαπημένο ποιητή, που του στάθηκε πάντα στο πλευρό του. Που τα τραγούδια του έδωσαν ελπίδες και πίστη…». Την επόμενη μέρα χιλιάδες λαού σηκώνουν στους ώμους τους το φέρετρο του ποιητή και αποχαιρετάνε τον «παππού των λαϊκών αγώνων».

Δυο βδομάδες αργότερα, την πρωτοχρονιά του 1975 δημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη το παρακάτω ποίημα του Νίκου Οικονομίδη (συντάκτης ―με το ψευδώνυμο «Ο Παλιός»― της στήλης «Έμμετρος Ρίζος», από το πρώτο νόμιμο μεταπολιτευτικό φύλλο της εφημερίδας και για χρόνια αργότερα). Παίρνοντας στίχους από το γνωστό ποίημα του Κ. Βάρναλη Οι μοιραίοι, ο Νίκος Οικονομίδης φτιάχνει έναν έμμετρο συγκινητικό αποχαιρετισμό στον σύντροφο ποιητή. 


Πένθιμη παραλλαγή
(Οι Μοιραίοι)

«Μεσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα»
τρέχει το δάκρυ μας βροχή
απόψε ταβερνιάρη κέρνα
για να μεθύσουν οι φτωχοί.
Όσα κι αν πιούνε ποτηράκια
δεν πάνε κάτω τα φαρμάκια.

― Όχι, να μη τον κλάψουμε άλλο
εκείνος το ’πε: Μ’ εννοείς;
«Ω, πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής»!
Μα ο νους απόψε τυραγνιέται
μ’ ό,τι δικό του αναθυμιέται.

«Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωστου ουρανού
ω, της αυγής κροκάτη γάζα»
μεσ’ στην ψυχή του και στο νου
στίχοι ―μεστοί του― είχατε γίνει
για δίκιο και γι’ αδελφοσύνη.

Πάλαιψε με το ριζικό μας
με το Θεό που μας μισεί
με το κεφάλι το κακό μας
και της καρδιάς του το κρασί
μέσα στο στίχο του έχει κλείσει
για να πνιγούν της γης τα μίση.

Μέσα στη σκοτεινή ταβέρνα
απόψε πίνουμε σκυφτοί
Χάρε από δω για λίγο πέρνα
με της αλήθειας τον ποιητή
Κι αν σε μεθύσουμε όλοι αντάμα
ίσως να γίνει κάνα θάμα.

ΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Γιάννης Σκαρίμπας, «Εκατονταπενηντάχρονος»


Μια εθνική μόνον επανάσταση,
χωρίς την κοινωνική καταξίωσή της,
είναι μια «φαινομενοφάνεια»
που τα «κατεστητά» την επιτρέπουν.
Τι θάχαναν; Και η ανεξαρτησία δική τους θάταν…

Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου
συνήθιζαν μόνο αναμετάξυ τους την τύφλωση.
Οι λόγιοι της Διασποράς,
αυτοί τύφλωναν ολόκληρο το έθνος.

Ο μη έχων – αυτός – αποστολήν
είναι ένας συνάνθρωπος χρήσιμος.
Ο νομίζων (εαυτόν) ότι έχει –
απ’ αυτόν να φυλάγεστε…

Μια ακόμα σοφία στις υπάρχουσες
είναι ένα ακόμα απομυζητήριο του αίματος.
Η λίμη τους
θα μας μεταβάλει σε αντικείμενα – (res).

Περισσότερο από τη βία το ψέμα
είναι εκείνο που σηκώνει σαν Άτλας τα συμφέροντα.
Γιατί ενώ στη βία του άλλου
μπορείς ίσως ν’ αντιτάξεις τη βία τη δική σου,
στο ψέμα μνέσκεις καταευχαριστημένος
και μάπας «εκατονταπενηντάχρονος».*

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

*= συμπανηγυριστής των εκατονταπενηντάχρονων του ‘21

[ΤΟ 1821 ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, Ανθολόγηση – Επίμετρο: Ηλίας Γκρης, Κέδρος 2011]

Περισσότερα ποιήματα για το 1821 εδώ.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Ωδή σύντομη στον Γ. Καραϊσκάκη

Θεόφιλου, «Ήρωας του 21» (λεπτομέρεια) 
Από το εξώφυλλο του τ. 75 της Ε.Τ.

Σαν πρασινίζει ο γαύρος στον Ασπροπόταμο,
τις νύχτες του Μάη με τις φωνές των αστεριών,
ξαναπαίρνεις, κάθε χρόνο, τα παλληκάρια σου
κι ανεβαίνεις άρρωστος και πετροβολημένος
προς το μεγαλείο των Αγράφων.

Και τότε συγχωρείς όλους εμάς
και μας καταλαβαίνεις,
που ένας εδώ, ένας εκεί,
πολεμάμε με χίλιους δαιμόνους
και μόλις προφταίνουμε, τελευταία στιγμή,
κι ακολουθούμε τη μεγάλη σου πορεία
πίσω από το ξυλοκρέββατο,
ενώ έρχονται κοντά σου,
πίσω από το λεκιασμένο σκούφο σου,
χωρίς φωνή, με μαύρα μάτια,
σύντροφοι του αγώνα, ο Λόρκας, ο Λουμούμπα, ο Μπολιβάρ,
ο Μαγιακόφσκης, ο Διέγο Ριβέρα κι άλλοι πολλοί,
που κρύβονται από την αστυνομία του Μαυροκορδάτου.

Σε παρακαλώ, καπετάνιε Στρατηγέ μου,
άφησέ με να γινώ σωματοφύλακάς σου,
να σε φρουρήσω σ’ όλη σου τη σύντομη ζωή·
ξέρω από παγίδες, ξέρω από παράσημα,
από εγγλέζους, από μυστικές συσκέψεις,
ξέρω από θάνατο, από υποψίες, μάθαμε.
Ξέρω τι αξίζει ένας λαϊκός στρατηγός,
τι αξίζεις.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ

Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. τ. 75, Μάρτης 1961

Αλέξανδρος Σούτσος – Παναγιώτης Σούτσος, ποιήματα για το 1821

Δυο ποιήματα που γράφτηκαν με αφορμή την Επανάσταση του 1821 παρουσιάζουμε σήμερα και μαζί δίνουμε και λίγα στοιχεία για τους δημιουργούς τους. Τα αδέλφια Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος, εκπρόσωποι του ρομαντισμού της λεγόμενης Α΄ Αθηναϊκής Σχολής,  θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι και από τους πιο γνωστούς -στο πλατύ κοινό- ποιητές. Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν την Κυριακή 25 Μάρτη του 1884 στην  εφημερίδα «Ακρόπολις» και τα ανακαλύψαμε «σκαλίζοντας» παλιά φύλλα στο πλούσιο αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.


Αλέξανδρος Σούτσος: Ο ΑΠΟΜΑΧΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ



Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863)
Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863)
Ο Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μορφώθηκε στη Χίο. Στα 1820 πήγε στο Παρίσι, όπου βρισκόταν ήδη ο αδελφός του Παναγιώτης. Ήταν η εποχή που ο ρομαντισμός είχε καταχτήσει τη γαλλική λογοτεχνία, που από τους γνωστότερους εκπροσώπους της ήταν τότε ο Βερανζέρος (Πέτρος Ιωάννης ντε Μπερανζέρ), ο Λαμαρτίνος (Αλφόνς ντε Λαμαρτίν) και ο Βίκτωρ Ουγκώ. Ο Αλ. Σούτσος έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα στα 1825. Ήταν κυρίως σατιρικός ποιητής με πολύ αιχμηρή πένα εναντίον –κυρίως- του Καποδίστρια και γι’ αυτό τα έργα του συχνά λογοκρίθηκαν και κατασχέθηκαν και ο ίδιος διώχθηκε και φυλακίστηκε.
«Αγνός πατριώτης και φανατικός δημοκράτης, στάθηκε στύλος ακλόνητος ανάμεσα στις φατρίες. Αν και Φαναριώτης και πλουσιόπαιδο (…) και καθαρευουσιάνος,  ύψωσε το μαστίγιο της σάτιράς του θαρραλέα, χτυπώντας αλύπητα τους προύχοντες, τους φαύλους πολιτικούς, τους συμφεροντολόγους καπεταναίους και τους ανώτερους κληρικούς» θα γράψει ο Γιάνης Κορδάτος.* Το πέρασμά του άφησε εποχή στα ελληνικά Γράμματα. «Η ποίησή του είχε πολλές τεχνικές ελλείψεις (…) αλλά κάτω από τους άτεχνους στίχους του κρυβόταν η φωνή των δημοκρατικών και των αδικούμενων. (…)Η μούσα του ήταν πάντα στην υπηρεσία του λαού».

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Στον σοφό παππού μου Ιούλιο Βερν


Σε μια άκρη της βιβλιοθήκης, το ένα σφιχτά δίπλα στο άλλο. Ταλαιπωρημένα εξώφυλλα και σελίδες ωχρές, ποτισμένες με τη μυρωδιά που αφήνει πίσω του το πέρασμα του χρόνου. Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραν, Μιχαήλ Στρογκώφ, Ο δεκαπενταετής πλοίαρχος, Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν, Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, είναι μερικά από τα πρώτα μου βιβλία· από εκδοτικούς οίκους όπως ΑΣΤΗΡ, ΑΛΜΑ, ΓΕΜΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, εκεί κοντά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄70.

Ο Ιούλιος Βερν ήταν ο πρώτος που με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε μακριά.  Διασχίσαμε με την ίδια  άμαξα τη σιβηρική στέπα, θαυμάσαμε τις κορυφογραμμές της Παταγονίας, δαμάσαμε τα κύματα του ωκεανού με τη θαλαμηγό «Ντύνκαν» και με τον «Ναυτίλο» του πλοιάρχου Νέμο προσεγγίσαμε σε σκοτεινούς βυθούς με αλλόκοτους κατοίκους.

Δεν μείναμε όμως μόνο στο ταξίδι. Σαν καλόκαρδος και σοφός  παππούς μου έδειξε το δρόμο ν’ ανακαλύψω τι κρύβεται πίσω από τους φανταστικούς ήρωες και τις ιστορίες τους, μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη φύση και την ελευθερία, να σέβομαι και ν’ αγαπώ τους ανθρώπους, με δίδαξε ότι η πρόοδος περνάει μέσα από την ανάπτυξη της επιστήμης και την τεχνολογική εξέλιξη  και ότι το μέλλον θα γίνει καλύτερο αν κατανοήσουμε και ερμηνεύσουμε σωστά το παρόν. Αυτός ο οραματιστής και πολυμήχανος Γάλλος φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης που ο γράφων συνέχισε ν’ ανοίγει κανένα βιβλίο και πέρα από τα παιδικά-εφηβικά του χρόνια.

Τα σημερινά παιδιά «αναθέτουν» την δυνατότητά τους να ονειρεύονται σε παιχνίδια και δραστηριότητες που στην ουσία τους κόβουν τα φτερά και τα κρατάνε καθηλωμένα -και κυριολεκτικά- σε μια  καρέκλα. Τα παιδιά δεν φταίνε. Οι εποχές αλλάζουν, η ζωή και οι συνήθειες των ανθρώπων αλλάζουν. Σήμερα οι λέξεις υποχωρούν διαρκώς κάτω από τη δύναμη της ευκολίας της εικόνας. Τα όνειρα αν και δεν θα πάψουν να γεννιούνται, θα δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να κερδίσουν την ελευθερία τους, έξω από ορθογώνιες οθόνες υψηλής ευκρίνειας, χωρίς να τους επιβάλλεται να μετατραπούν σε βίντεο και ν’ «ανεβούν» σε κάποια από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής.

Ανάμεσα στις σελίδες των προαναφερόμενων βιβλίων βρίσκονται κλεισμένα, εκτός από τ’ αποτυπώματα των δαχτύλων που τις ξεφύλλισαν, τα «ίχνη» των πιο άγουρων ονείρων. Πρώτα σκιρτήματα μιας πορείας που έμελλε να πάρει το δρόμο της σ’ έναν κόσμο τόσο διαφορετικό μα και τόσο όμοιο με αυτόν που περιγράφει ο Ιούλιος Βερν. Αν τα πατήματα που ακολούθησαν μπόρεσαν να ισορροπήσουν πάνω στο τεντωμένο σκοινί που καλείται ο καθένας να περάσει, κάποια «χιλιόμετρα» αυτής της διαδρομής ανήκουν  αναμφισβήτητα στον σοφό παππού μου Ιούλιο Βερν.

[Ο Ιούλιος Βερν γεννήθηκε στις 8 Φλεβάρη 1828 και έφυγε από τη ζωή στις  24 Μάρτη 1905.]

Πέμπτη 24 Μάρτη 2016.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Παύλος, Βικτώρια, Στέλιος, Δήμητρα, Δημήτρης, Μυρτώ, Γεωργία, Χρήστος, Ιωάννα, Αλή, Ειρήνη, Δήμητρα, Χριστίνα, Νέγκι, Λίλιαν, Δημήτρης: ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ από το ΣΤ1

Βρυξέλλες, Ευρώπη, Γη, Μάρτης 2016...

Μαύρο, γκρίζο, μπλε
μπλε ή μαύρο;
Και γκρίζο και μαύρο και μπλε.
Το χρώμα του φόβου.
Έχει χρώμα ο φόβος;

Έχει βάρος
Με σκεπάζει σύγκορμο.
Φωλιάζει μέσα μου.
Μέσα μου κατοικεί.
Στον ύπνο ,στον ξύπνιο μου.
Με απειλεί
με πιέζει
με μπερδεύει
με σκοτεινιάζει
με μικραίνει
με φυλακίζει
με στοχεύει
με πυροβολεί.

Δεν τον αντέχω
Εγώ ,συγκάτοικος του φόβου!
Μου κόβει τα πόδια,
μου κόβει τα φτερά.
Έρχεται μαζί μου παντού
θέλω να ζήσω,
χωρίς αυτόν.
Να τον ξεφορτωθώ
να τον στείλω στον αγύριστο.
Γιατί να υπάρχει;
Είναι κομμάτι της ζωής.
Όπου κακό εκεί και το καλό.
Όπου ο φόβος εκεί και ο άνθρωπος.
Εγώ και οι άλλοι.
Αγαπώ, εμπιστεύομαι…
Μιλώ.

Διπλώνω το φόβο μου
μέσα σε ένα λωτό.
Τον βάζω στο φύλλο,
τον παίρνει ο άνεμος.
Τον βάζω στο βότσαλο,
τον παίρνει το κύμα.

Φόβος που μοιράζεται
μισός φόβος.


Παύλος, Βικτώρια, Στέλιος, Δήμητρα, Δημήτρης, Μυρτώ, Γεωργία, Χρήστος, Ιωάννα, Αλή, Ειρήνη, Δήμητρα, Χριστίνα, Νέγκι, Λίλιαν, Δημήτρης.

Και η δασκάλα μας η κ. Φωτεινή Φραγκούλη.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Κ.Π. Καβάφης: «Μέσα στον φόβο και στες υποψίες…»

Βρυξέλλες, Ευρώπη, Μάρτης 2016...

Τελειωμένα  

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.

[1910, 1911]

Κ.Π. Καβάφης

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Εισαγωγή-επιμέλεια: Σόνια Ιλίνσκαγια), εκδόσεις Νάρκισσος, Αθήνα 2003

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Λευκές ψυχούλες


Άρπαξα κάποιους στίχους μου στα δάχτυλα,
τους έσκισα, τους σπάραξα, ένα-ένα
τα χίλια κομματάκια τους κουρέλιασα
και τα χαρτάκια επέταξαν θλιμμένα…

Και σα λευκές ψυχούλες μου εφανήκανε…
Το τρίξιμό τους ήταν μοιρολόι!
Τρεμουλιαστές στον άνεμο εκολύμπησαν
και αγάλια εγλυκοστάλαξαν στη χλόη…

…Είναι στιγμές που πνίγομαι, που πνίγομαι,
ανοίγω το παράθυρο και μένω·
ολόβαθα σα να με στραγγαλίζουνε,
με σκίζει κάποιο δάχτυλο κρυμμένο!

Και, αχ, τα χαρτάκια τάχα δεν επόνεσαν;
Ποιος ξέρει σε ποια γλώσσα κρυφοκλαίνε…
Μα ο Πόνος τις ψυχές έχει χαρτάκια του.
…Κλάψε, καρδιά μου, στίχε σπαραγμένε!...

Ναπολέων Λαπαθιώτης


ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2001

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Ορχάν Βελή Κανίκ - Η γέφυρα του Γαλατά



Στον Τούρκο ποιητή Ορχάν Βελή Κανίκ (Orhan Veli Kanik, 1914-1950), έχουμε ήδη αναφερθεί από τη στηθάγχη (δείτε τη σχετική ανάρτηση εδώ). Επανερχόμαστε με ένα ακόμα ποίημά του, αυτή τη φορά σε μετάφραση Θωμά Κοροβίνη. 

Η γέφυρα του Γαλατά

Στέκομαι πάνω στη γέφυρα
Και σας χαζεύω όλους σας με κέφι
Άλλος τραβάει σιγά-σιγά κουπί
Άλλος βγάζει μύδια απ' το καραβάκι
Άλλος κρατάει το τιμόνι στο πλοίο
Άλλος κουμαντάρει το παλαμάρι στο κεφαλόσκαλο
Άλλος είναι πουλί, πετάει, σαν ποίημα
Άλλος είναι ψάρι αστραφτερό
Άλλος βαπόρι, άλλος λαμπόγυαλο
Άλλος σύννεφο, στον αέρα
Άλλος είναι ατμάκατος με καπνοδόχο
Περνάει βιαστικά κάτω απ' τη γέφυρα
Άλλος είναι ντουντούκα και σφυρίζει
Άλλος είναι ντουμάνι και καπνίζει
Όμως εγώ τρυπώνω μέσα σε όλων σας
Σε όλων σας τον καημό
Μήπως εγώ είμαι το κέφι που φωλιάζει μέσα σας
Είναι η μέρα που θα σας πω ένα ποίημα
Που ίσως θα στρέφεται γύρω από σας
Έχω πέντε-έξι γρόσια στα χέρια μου
Και η κοιλιά μου είναι χορτάτη.


Ορχάν Βελή Κανίκ – Orhan Veli Kanık

(Μετάφραση: Θωμάς Κοροβίνης)


Από το ιστολόγιο Windmills Of Your Mind

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Εκδήλωση - αφιέρωμα στη Μέρα της Γυναίκας: «Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μέλπω Αξιώτη: Για τη γυναίκα»


Με θέμα «Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μέλπω Αξιώτη: Για τη γυναίκα», η ΚΕ του ΚΚΕ πραγματοποιεί την ερχόμενη Κυριακή 20 Μάρτη, στις 11 π.μ., εκδήλωση - αφιέρωμα στη Μέρα της Γυναίκας. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην Αίθουσα Συνεδρίων της ΚΕ, στον Περισσό. Το αναλυτικό πρόγραμμα της εκδήλωσης έχει ως εξής:

«Σύμπτωση», ποίημα - απόσπασμα, Μέλπω Αξιώτη (1939).

«Γυναίκες», νουβέλα - αποσπάσματα, Γαλάτεια Καζαντζάκη (1933).

Εμβόλιμο τραγούδι «Καρτερούσα τον έρωτα» 1922 (Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ανδρέας Α. Αρτέμης).

«Αμαρτωλό ή ναυάγιο» (1931), τραγούδι (Γαλάτεια Καζαντζάκη, Γιάννης Σπανός).

ΕΙΣΗΓΗΣΗ, Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού.

«Κρίσιμες στιγμές», διήγημα - αποσπάσματα, Γαλάτεια Καζαντζάκη (1952).

ΕΙΣΗΓΗΣΗ, Αριστούλα Ελληνούδη, κριτικός θεάτρου, δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη».

«Δύσκολες νύχτες», μυθιστόρημα - απόσπασμα, Μέλπω Αξιώτη (1938).

«Θέλετε να χορέψομε Μαρία;», νουβέλα - απόσπασμα, Μέλπω Αξιώτη (1940).

«Το ξύπνημα της Ελληνίδας», από το «Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας», χρονικό - απόσπασμα, Μέλπω Αξιώτη (1945).

ΕΙΣΗΓΗΣΗ, Αννεκε Ιωαννάτου, διδάκτορας Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης.

«Εικοστός Αιώνας», μυθιστόρημα - απόσπασμα, Μέλπω Αξιώτη (1946).

«Κοντραμπάντο», ποίημα - απόσπασμα, Μέλπω Αξιώτη (1959).

Την αφήγηση των αποσπασμάτων θα πραγματοποιήσουν οι ηθοποιοί Ηλιάνα Μαυρομάτη, Ηρα Ρόκκου και Δημήτρης Αντωνιάδης. Σύνθεση, ενορχήστρωση - διασκευή τραγουδιών, διεύθυνση ορχήστρας: Φίλιππος Παχνιστής. Μουσική ερμηνεία: Ροδάνθη Κασκαφέτου (τραγούδι), Ερση Φτούλη (τραγούδι), Αλέξανδρος Καμπουράκης (ακορντεόν), Φίλιππος Παχνιστής (πιάνο), Νίκος Σαρρής (τρομπέτα), Δημήτρης Χριστοδουλόπουλος (κιθάρα).

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Μέλπω Αξιώτη, «Ο λαός είναι ο μέγας δάσκαλος»

Η Μέλπω Αξιώτη μπορούσε και ήξερε να μεταβάλλει «την οδύνη, την παρεξήγηση, τη μόνωση σε κατανόηση, δύναμη αποδοχής και ομορφιά. Θα λεγα δηλαδή σε ουσία ζωής», όπως έλεγε ο φίλος της Γιάννης Ρίτσος και συνέχιζε ότι με τα έργα της «περνοδιαβαίνει ανεμπόδιστα από το χθες στο σήμερα, απ' το σήμερα στο αύριο - όλο σ' ένα μακρύτερο αύριο...».

Ολότελα ξεχωριστή, προσωπική, «ριζοσπαστική» θεματολογικά και μορφολογικά η γραφή της. Στο λεξιλόγιό της χρησιμοποιεί μια αυθεντική λαϊκή γλώσσα, τους ιδιωματισμούς της Μυκόνου, αλλά και λέξεις ναυτικών. Σε πολλά έργα της κυρίαρχο ρόλο παίζουν η μνήμη, η χειμαρρώδης αφήγηση, τα συνεχή άλματα ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ποια ήταν η Μέλπω Αξιώτη

«Ο πάπους μου μέχε μάθει ν' αγαπώ το λαό, πως ο λαός είναι ο μέγας δάσκαλος κι έχει απέραντους θησαυρούς και μεγάλη σοφία, είχε γράψει κι ο ίδιος πολλά μυκονιάτικα διηγήματα γεμάτα αγάπη για το φτωχό κόσμο κι ήταν ο πρώτος που έκαμε γνωστή στην Ελλάδα τη ρούσσικη φιλολογία με μεταφράσεις στη δημοτική του Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τολστόι. Ο πατέρας μέχε μάθει ν' αγαπώ τη Ρωσία, όπου εκεί είχε γεννηθεί κι ο ίδιος και μεγάλωσε. Τον αγαπούσα λοιπόν το λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και σίγουρα ότι εκείνες οι δυο αγάπες μαζί, μέχανε πάει εμένα πια ίσαμε το ΚΚΕ. Είχα δηλαδή κάμει νερά, είχα φύγει απ' την τάξη μου...».

Αυτά έγραφε το 1953 σε αυτοβιογραφικό της κείμενο, με τίτλο «Ο παππούς μου».

Γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα. Πατέρας της ο Μυκονιάτης μουσικοσυνθέτης Γιώργος Αξιώτης, μητέρα της η αριστοκράτισσα Καλλιόπη Βάβαρη. Οι γονείς της χωρίζουν και η Μέλπω μεγαλώνει στη Μύκονο μαζί με τον πατέρα της. Τελειώνει το Σχολαρχείο στη Μύκονο και το 1918 μπαίνει εσώκλειστη στις Ουρσουλίνες της Τήνου. Το 1922 έρχεται στην Αθήνα και ζει με τη μητέρα της. Το 1925 παντρεύτηκε τον δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη, με τον οποίο έζησε τέσσερα χρόνια στη Μύκονο.

Το 1933 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο των Γραμμάτων. Το 1936 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Το 1938 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα, «Δύσκολες νύχτες». Τιμήθηκε με το Α' βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο, ήρθε σε επαφή με αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με τους Νίκο Εγγονόπουλο, Νίκο Καββαδία, Γιώργο Σεφέρη και άλλους.

Στα χρόνια της Αντίστασης

Στη διάρκεια της Κατοχής εντάσσεται στο ΕΑΜ, στην Εθνική Αλληλεγγύη και γράφει για ΕΑΜικά έντυπα. Ηταν στη Συντακτική Επιτροπή της εφημερίδας «Σοβιετικά Νέα», με επικεφαλής από την Επιτροπή Πόλης της ΚΟ Αθήνας την Ηλέκτρα Αποστόλου. «Μέσα στην τοτινή παρανομία όλοι δουλεύανε στα κρυφά. Ο καθένας δεν ήξερε παρά μόνο τι έκανε ο ίδιος και μερικοί που του 'τυχε να τους συναντήσει στην πορεία του. Οι λογοτέχνες είχανε δυο βασικούς τομείς όπου κινιούνταν: τον παράνομο Τύπο και την οργάνωση του ΕΑΜ Λογοτεχνών».

Τα χρόνια αυτά δίνουν ώθηση και στην καλλιτεχνική παραγωγή, για να αποτυπώσει αυτές τις ιστορικές στιγμές. Μάχες, μπλόκα, εκτελέσεις, μεγάλες διαδηλώσεις αποτυπώνονται σε πλήθος λογοτεχνικών, εικαστικών, θεατρικών έργων. Η Μέλπω συμμετέχει και αυτή στην προσπάθεια να «καταγραφεί» η σύγχρονη ιστορία του τόπου μας και να υμνήσει τον αγώνα του λαού. Ο τόμος «Χρονικά» περιλαμβάνει τα κείμενα αυτής της περιόδου και συγκεκριμένα: «Απάντηση σε 5 ερωτήματα», «Πρωτομαγιές 1886 - 1945», «Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας», «Αθήνα 1941 - 1945». Χαρακτηριστικά, το βιβλίο «Απάντηση σε 5 ερωτήματα» βγήκε τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης και εξαντλήθηκαν τα 11.000 αντίτυπα μέσα σε 30 μέρες.

«Μες στη φωτιά του αγώνα, ο κόσμος είχε μάθει να διαβάζει. Μέσα σ' εκείνα τα γραφτά έβρισκε τη δικιά του γλώσσα που την καταλάβαινε, κι έβρισκε και τα ζητήματα που ποθούσε να βρει. Κι ο λογοτέχνης από τη μεριά του μες στην παρανομία είχε διδαχτεί τώρα κάποιους κανόνες της τέχνης του, τους είχε μάθει και χωρίς να ξέρει πως ήτανε κανόνες της τέχνης». Τα κείμενα αυτής της περιόδου είναι κείμενα επικαιρικά, που ξεπερνούν όμως την εποχή που γράφτηκαν. Οι ήρωές της είναι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, που μάχονται για τη ζωή και το μέλλον...
Η αναγκαστική ξενιτιά

Το 1947 διωκόμενη καταφεύγει στο Παρίσι. Στη Γαλλία γνωρίζεται με τους κομμουνιστές δημιουργούς Λουί Αραγκόν, Πωλ Ελυάρ, Πάμπλο Νερούντα και Πάμπλο Πικάσο.Το μυθιστόρημα «Εικοστός αιώνας», που είχε γράψει το 1946 και θεωρείται το πιο άρτιο και αντιπροσωπευτικό έργο της, μεταφράζεται στα γαλλικά, γνωρίζει μεγάλη απήχηση και σημαίνει την πανευρωπαϊκή της καταξίωση.

Επειτα από διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης, απελαύνεται από τη Γαλλία και εγκαθίσταται στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Το 1951 συμμετέχει στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, όπου γνωρίζει τον Ναζίμ Χικμέτ.

Το 1952 πάει στη Βαρσοβία και εργάζεται σε ελληνική εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού. Το 1955 εκδίδεται από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» το έργο «Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας», όπου γράφει για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό: «Δεν περιορίζεται μόνο να περιγράφει σωστά, μα έχει κι άλλο χρέος και μια τεράστια αποστολή: Διαπλάθει και διαπαιδαγωγεί χαρακτήρες και προσωπικότητες. Εξηγεί και συγκρίνει. Βγαίνει μες από το παρελθόν για να μπει μες στο μέλλον, και το προβλέπει το μέλλον κι αν ακόμα δε φαίνεται ολούθε πεντακάθαρο, και το βοηθά να 'ρθει μια ώρα αρχύτερα...».

Το 1956 επιστρέφει στη Λαοκρατική Γερμανία, όπου έως το 1964 διδάσκει σε πανεπιστήμιο Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Το 1965 επαναπατρίζεται στην Ελλάδα. Γράφει τα έργα «Το Σπίτι μου» και «Η Κάδμω». Στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, καθώς και σοβαρά προβλήματα υγείας. Τη φροντίζουν λίγοι φίλοι, ανάμεσά τους και ο Γ. Ρίτσος. Πέθανε το Μάη του 1973.

Αυτή ήταν η Μέλπω Αξιώτη, που γι' αυτήν «η τέχνη πριν γίνει τέχνη ήταν κι αυτή ζωή». Και έζησε μαζί με όλες τις ηρωίδες της, γιατί όπως έλεγε και στην Κάδμω, «ίσως αυτό είναι που σου άρεσε και μεταμορφωνόσουν. "Η μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας". Και τότε γινόσουν η Αννα, η Κάδμω, η Ισμήνη, η Ανώνυμη... Για να υπάρχεις μέσα στον κόσμο. Για να σ' ακούν να μιλάς οι άνθρωποι»...

Α. Π.
Ριζοσπάστης, 12-13 Μάρτη 2016

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Γαλάτεια Καζαντζάκη, «Μια κατακόκκινη κι αντάρτισσα παραφωνία»

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1881. Ηταν το πρώτο παιδί της οικογένειας του Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Αδέρφια της ήταν οι Ραδάμανθυς, Λευτέρης και Ελλη Αλεξίου.

Μορφώθηκε με την τεράστια βιβλιοθήκη του πατέρα της και σε γαλλικό σχολείο. Η παρουσία της στα Γράμματα ξεκινάει το 1907 με διηγήματα που στέλνει σε περιοδικά. Από την αρχή κιόλας δίνει το στίγμα της. Γράφει για τους πλούσιους συντοπίτες της: «Εχω ή δεν έχω δίκαιο να τους σιχαίνομαι όλους αυτούς τους αρλεκίνους του καλού κόσμου;».

Το 1909 δημοσιεύει το πρώτο της μυθιστόρημα «Ρίντι παλιάτσο» στο περιοδικό «Νουμάς», που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση για τη ρεαλιστική γραφή του, σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο ρομαντισμός. Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει τότε: «Μέσα σε μιαν επαρχιακή στενοκέφαλη κοινωνία, η παρουσία της προξενεί σκάνδαλο στους αστούς. (...) Είναι μια κατακόκκινη κι αντάρτισσα παραφωνία...». Και συνεχίζει: «... η δυσφορία που μου γεννά το "Ρίντι Παλιάτσο" αναβλύζει ίσως από κάποια βαθύτερη, μυστικότερη πηγή. (...) Ο,τι κι αν λέμε, ο αληθινός ρόλος της γυναίκας είναι ν' αγαπά, να χαίρεται και να σωπαίνει...».

Μια «παραφωνία»... Αυτό ήταν η Γαλάτεια στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τολμά να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να διεκδικήσει το δικαίωμα στον έρωτα, στη δημιουργία, στην καλλιτεχνική αναζήτηση. Αφήνει τη σιγουριά του πατρικού σπιτιού της και ντύνεται αντρικά για να κατορθώνει να συναντά τον αγαπημένο της Νίκο Καζαντζάκη. Το 1910 τον ακολουθεί στην Αθήνα και συζούν για ένα χρόνο, πριν παντρευτούν κρυφά.

Η πορεία της ζωής της



Η Γαλάτεια εμπνέεται από την Οχτωβριανή Επανάσταση, ασπάζεται τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού κι εντάσσεται στο κίνημα μέχρι το τέλος της ζωής της. Της ανήκει ο τίτλος της πρώτης Ελληνίδας σοσιαλίστριας συγγραφέα. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας: Ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, θεατρικά. Συνεργάζεται με τον «Ριζοσπάστη», τα περιοδικά «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι», όπου το 1931 γίνεται και αρχισυντάκτρια. Εκεί δημοσιεύεται και το ποίημά της «Αμαρτωλό». 

Εκεί, με τα λόγια της πόρνης ξεσκεπάζει τη σαπίλα της αστικής κοινωνίας:
«... πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ' από την κόλασή μου σου φωνάζω
εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».

Από τα πρώτα κιόλας έργα της, βασικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής της δημιουργίας είναι η αναφορά στη θέση της γυναίκας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλο της το έργο είναι αφιερωμένο στη συνειδητή προσπάθειά της για χειραφέτηση της γυναίκας, που με την πάροδο των χρόνων και την προσέγγιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αποκτά βαθύτερο περιεχόμενο. Αναδεικνύει την ανάγκη συμμετοχής των γυναικών στην ταξική πάλη και ότι μόνο μέσα από την ανατροπή αυτού του συστήματος θα δοθεί τέλος στη διπλή καταπίεση της γυναίκας. Στηλιτεύει αλύπητα τις γυναικείες και αντρικές προκαταλήψεις και συμπεριφορές γύρω από τη θέση της γυναίκας. Η σκλαβιά των ηρωίδων της εξαρτάται από την ταξική τους θέση κι εκδηλώνεται με τη φτώχεια, την υποταγή στον άνδρα, το συμβατικό ή συμφεροντολογικό γάμο, την οικονομική εξάρτηση.

Χαρακτηριστικό είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα, «Γυναίκες», το 1933. Σε αυτό παρατίθεται η αλληλογραφία ανάμεσα σε εφτά αδελφές, κάθε μία από τις οποίες αντιπροσωπεύει και μια προσωπικότητα, με διαφορετικές αντιλήψεις - ανάλογα με την ταξική τους θέση - για την εργασία, το γάμο, τις ανθρώπινες σχέσεις διαμορφωμένες στο υπάρχον εκμεταλλευτικό σύστημα. Ανάμεσα σε αυτές τις αδερφές είναι και η κομμουνίστρια δασκάλα, που δείχνει το μέλλον.

Στο μεταξύ, η Γαλάτεια έχει ήδη πάρει διαζύγιο από το Ν. Καζαντζάκη και το 1933 παντρεύεται τον Μάρκο Αυγέρη.
«Ο κόσμος που πεθαίνει κι ο κόσμος που έρχεται»

Αυτός είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της, που εκδόθηκε από το εκδοτικό του ΚΚΕ «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις». Είναι όμως ένας τίτλος, που όπως λέει και ο Τάκης Αδάμος, θα μπορούσε να στεγάσει όλο το έργο της Γαλάτειας, αφού σ' αυτό απεικονίζονται ανάγλυφα οι δυο κόσμοι.

Στην Κατοχή λαμβάνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Το 1952 εκδίδονται διηγήματα με τίτλο «Κρίσιμες στιγμές», για τον ηρωικό αγώνα του λαού μας.

Σε όλο της το έργο καταγγέλλει την αστική κοινωνία, αναδεικνύοντας τη ζοφερή εικόνα της και την παρακμή της σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Με το έργο της προσπαθούσε να δείξει την κίνηση, τις αντιφάσεις, που υπάρχουν μέσα στην ίδια την πραγματικότητα, την ουσία των φαινομένων. «Για μένα τέχνη δε θα πει τεχνητό, ούτε τέχνασμα. Η αλήθεια της ζωής, σε μια συγκροτημένη έκφραση, οργανωμένη, που να δίνει μια άρτια εικόνα της ανθρώπινης μοίρας, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να δώσει η τέχνη».

Το έργο της ξεχειλίζει από βαθύ ανθρωπισμό, από αγάπη κι ενδιαφέρον για τον απλό άνθρωπο, τον άνθρωπο του μόχθου. Εκφράζει το θαυμασμό της στις νέες δυνάμεις, που κινούν προς τα μπρος. Με το έργο της αφύπνισε συνειδήσεις, απέκτησε κοινό βηματισμό με το λαό. «Ο τεχνίτης πρέπει να λέει με το έργο του κάθε στιγμή στο λαό του: Είμαι δικός σου. Σάρκα από τη σάρκα σου. Κι αν υπάρχει κάτι που με κάνει διαφορετικό είναι γιατί μπορώ να σου δώσω την αιωνιότητα. Να τραγουδήσω τις χαρές σου. Να φτερώσω τις ελπίδες σου. Να αθανατίσω τις ηρωικές σου πράξεις. Να διαλαλήσω την αρετή σου. Να πω σ' όλο τον κόσμο το μόχτο και τον αγώνα της ζωής σου».

Πέθανε το 1962, αφήνοντας μεγάλη παρακαταθήκη συμπυκνωμένης πείρας από τη ζωή και τον αγώνα, που διατηρεί αμείωτη την επικαιρότητά της, ειδικά για τη νέα γενιά.

Α. Πρ.
Ριζοσπάστης, 6 Μάρτη 2016

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

― Γδικιωμόοοο…

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
…Εκείνα τα παιδιά, με τα οποία μοιραστήκαμε τα πρώτα βιβλία, είχαν την τύχη της βιβλιοθήκης μου: κάηκαν προτού προλάβουν να σχηματιστούν. Άλλους τους έχασα έπειτα τελείως κι έμειναν ό,τι ήταν: παιδιά. Και δεν υπάρχει τώρα παρά η απέραντη νεκροπομπή που κουβαλούμε μέσα μας όσοι επιζήσαμε. Και ίσως κάποια ίχνη που άφησαν με το χέρι τους, όπως τα δυο μου αδέλφια τις υπογραφές τους στον παλιό τόμο της Καινής Διαθήκης, στην τελευταία σελίδα ―κε το θεό δόξα έγραψε το μικρό αδέλφι δίπλα στη λέξη "τέλος" του βιβλίου.

Μια μέρα, γυρίζοντας από το γυμνάσιο, περάσαμε με τον Αργύρη από το σπίτι του. Με άφησε να περιμένω κάτω στη σκάλα, αφού έκλεισε προσεχτικά την εξώπορτα. Σε λίγο τον είδα να κατεβαίνει μ’ ένα βιβλίο.

Ήταν ένα πανέξυπνο παιδί. Κατάλαβα από το πονηρό του χαμόγελο ότι το εξώφυλλο δεν είχε σχέση με το βιβλίο μέσα. Έκαμα να το ανοίξω, δεν με άφησε ―"στο σπίτι" και μου το πέρασε κάτω από το παλτό.

Ήταν το Φως που καίει. Έτσι φτάναμε και σ’ αυτά.

Ο Γδικιωμός που χύνεται μαζί φωτιά και μπόρα,
ο καταλύτης Καθαρμός, της Πλερωμής η ώρα,
είμαστ’ εμείς που κόψαμε τα που μας δένανε σκοινιά
και την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, Οχτρέ, απονιά.

Όλα ήταν εδώ μέσα. Όλος ο δικός μας προγραμματισμός.

Έπειτα ο Αργύρης, όταν στην Αθήνα συνεχίζονταν οι μάχες, μ’ έναν τηλεβόα φώναζε στην πλατεία του Αη Θανάση: ― Γδικιωμόοοο…

Στον εμφύλιο, μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού, τον σκότωσαν λίγο πιο πάνω από το σπίτι του, εκεί γύρω στην ίδια πλατεία, στην ίδια σκηνή…

Είχαν κάποιο λόγο να τ’ απαγορεύουν και να τα καίνε αυτά τα βιβλία, δεν εγνώριζαν Ομως πως όσο τα βιβλία τα κυνηγάς, όσο τα καις, τόσο με την δοκιμασία της φωτιάς ο λόγος τους αληθινά καίει.

Ο Αργύρης είναι τώρα κι αυτός στην χορεία εκείνων των παιδιών ολοζώντανος σ’ ένα βάθρο της νεκρόπολής μου με το πρόσωπο κοντά-κοντά χαρακωμένο από τις ακτίνες των πανέξυπνων ματιών του και του γέλιου του, ένας κρουνός από λάμψεις, όπως σπινθηροβολεί το καλό πετράδι…

ΜΗΤΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ

[Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ, Α΄τόμος, σελ. 201-202]

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Τραγούδια ενάντια στον «Καθημερινό φασισμό»

«Απ' την τράπεζα το δείλι/ βγαίνουν πέντε κροκοδείλοι./ Την κοιλιά τους αργοσέρνουν/ και στη λιμουζίνα γέρνουν./
Μαύρες τσάντες κι αν κρατάνε,/ οι μασέλες τους πώς πάνε!/Μπουκωμένο στόμα έχουν,/ μα τα σάλια τους πώς τρέχουν!/
Μια ζωή για μας φροντίζουν/ κι είναι όλοι τους καλοί/ πότε φέρνουν τους φαντάρους/ πότε ανοίγουν τη Βουλή».
Με τις παραπάνω τρεις στροφές ως «εισαγωγή» αρχίζει το  βιβλίο του Φώντα Λάδη «Καθημερινός φασισμός (Πολιτικό ορατόριο και ένα κείμενο για το πολιτικό τραγούδι)» (εκδόσεις «Μετρονόμος»). Πρόκειται για συλλογή 26 ποιημάτων που γράφτηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μελοποιήθηκαν από τον Γιώργο Τσαγκάρη αλλά καμιά εταιρεία δε δέχτηκε να τα δισκογραφήσει. Χάθηκε και η μπομπίνα με τη φωνή του Τσαγκάρη στα μελοποιημένα τραγούδια. 

Φώντας Λάδης
 Μετά το θάνατο του συνθέτη (2008), ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε ένα από τα 26 ποιήματα - το πλέον διαχρονικό και επίκαιρο, με τίτλο «Ο φασισμός»: 

«Ο φασισμός δεν έρχεται απ' το μέλλον/ καινούργιο τάχα κάτι να μας φέρει./ (...) 
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν/ και χάνονται βαθιά στα περασμένα./ (...) 
Μα πάλι θε ν' απλώσει σα χολέρα,/ πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου/ και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα,/ αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου./ 
Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον./Δε θα πεθάνει μόνος. Τσάκισέ τον!».

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Αριστ. Βαλαωρίτης: Δεν έφαγες ποτέ ψωμί ξερό…


[Δεν έφαγες ποτέ ψωμί ξερό…]

Δεν έφαγες ποτέ ψωμί ξερό και μουχλιασμένο,
στον ίδρωτα, στο δάκρυ σου, στο αίμα σου βρεμένο·
τη νύχτα δεν εξύπνησες να ιδείς το σύντροφό σου
γυμνόν να τονε σέρνουνε μακρά από το πλευρό σου·
δεν είδες το παιδάκι σου, δεν είδες τον πατέρα
στη φυλακή, στα σίδερα· δεν είδες τη μητέρα
ασθενισμένη και γριά μες στη φωτιά να βράζει
κι απελπισμένη να θρηνεί, βοήθεια να σε κράζει·
δεν είδες στο χωράφι σου τα στάχυα μεστωμένα
να τα θερίζουν τ’ άλογα του Τούρκου πεινασμένα
και να σου αφήνουν τ’ άχερα τα ποδοπατημένα
για να χορτάσεις τα παιδιά, που σκούζουν λιμασμένα.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Μαριάννα Γιαννουράκου: "Συνηθίσαμε τόσο τούτα τα λουριά πάνω μας που βήμα να κάνουμε δίχως αυτά δεν μπορούμε..."


Βαστίλες

Συνηθίσαμε τόσο τούτα τα λουριά πάνω μας
που βήμα να κάνουμε δίχως αυτά δεν μπορούμε.
 

Πώς να ψιθυρίσεις ένα λόγο αληθινό μέσα από φίμωτρο;
Πώς να ξεφύγεις απ’ τη σκιά σου με τόσες πέτρες δεμένες πάνω σου;
 

Είλωτες μιας ζωής αλλότριας γινήκαμε
Σέρνοντας το βιός μας με κοφτές ανάσες
φοβούμενοι μη μας στερήσουν τη φυλακή μας.
Και πώς αναπνέει κανείς έξω από ένα κελί;
 

Κόβουμε το κορμί μας κομμάτι-κομμάτι,
να μην προεξέχει τίποτα από τα κάδρα,
να χωράει ο τρόμος στους τοίχους που στολίζουμε,
– απόδειξη της μισής ζωής που επιτρέπεται να ξοδέψουμε,
Όσο ακριβώς κοστίζει μιαν αγχόνη!
 

Κόβουμε τις ματιές μας, μικρά μικρά κομμάτια,
σαν στίχους μοιρολογιού, σαν στάλες,
μη δούμε την αλήθεια ολόκληρη και ραγίσουμε.
Κόβουμε τους ήχους σε κούφιες νότες,
συλλαβές ατάκτως ερριμμένες,
μην ακουστούν οι κραυγές μας και ενοχληθούμε την ώρα που κοιμόμαστε,
την κάθε ώρα!
 

Κι όταν κάπου-κάπου,
όχι πολύ συχνά,
συναντούμε κάποιον άνθρωπο ολόκληρο, όρθιο, ακέραιο,
που τολμά – πώς τολμά; –
να αρθρώνει το όνομά του και να βαδίζει σαν
να ξέρει που πηγαίνει – πώς τολμά; –
στρέφουμε με αποστροφή το μισό μας βλέμμα,
τέτοιο απόκοσμο θέαμα μπορεί να μας συντρίψει!
Και δεν υπάρχει τρόμος πιο τρανός για τον γονατισμένο,
από τη γνώση ότι μπορεί, αν θέλει, να σταθεί!
Φοβούμενοι μην πέσουμε,
μάθαμε να σέρνουμε, γονατιστοί, την ύπαρξή μας,
σάρκες δίπλα σε σάρκες άλλων,
στοιβαγμένοι στις γωνιές, σαν σκόνη.


ΜΑΡΙΑΝΝΑ  ΓΙΑΝΝΟΥΡΑΚΟΥ

Η Μαριάννα Γιαννουράκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμαθε να διαβάζει, να γράφει, να σκέφτεται, να μιλά και με τούτα τα όπλα πορεύεται στη ζωή της. Το βιβλίο Γιατί η ποίηση δεν είναι νανούρισμα, η ποίηση είναι σάλπισμα! (απ' όπου και οι Βαστίλες) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.