Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Για το κάθαρμα ή… Περί σκουπιδιών (Βλ. Μαγιακόφσκι)


Στις 14 Απρίλη του 1930 έβαλε τέλος στη ζωή του ο μεγάλος Σοβιετικός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι. Άνθρωπος της δράσης, ανυπόταχτος και παθιασμένος υπερασπιστής της επανάστασης και των οραμάτων του φωτεινού μέλλοντος, πολέμησε με ολιγωρίες και αδυναμίες ασκώντας κριτική και με το έργο του χτύπησε ό,τι επέμενε να κρατά τον άνθρωπο δεμένο με το παλιό. Έζησε μια σύντομη μα γεμάτη ζωή και άφησε έργο πλούσιο και ζωντανό, παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές.

Παραθέτουμε κατά χρονολογική σειρά όπως δημοσιεύτηκαν, δυο μεταφράσεις του ίδιου ποιήματος που έγραψε ο Μαγιακόφσκι την άνοιξη του 1921.

ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ  
(Μετάφραση Χρήστος Τρικαλινός)

Δόξα, Δόξα, Δόξα στους ήρωες!!!

Όμως,
αρκετό
φόρο τιμής τους αποτίσαμε.
Τώρα
για το κάθαρμα
ας μιλήσουμε.


Πάψανε οι θύελλες των επαναστατικών λίκνων.
Σκεπάστηκε με βρύα ο σοβιετικός αναβρασμός.
Και ξετρύπωσε
πίσω απ’ τις πλάτες της ΡΣΟΣΔ
σαν σκιάχτρο
ο μικροαστισμός.


(Μην προσπαθείτε από τις λέξεις να πιαστείτε,
δεν είμαι καθόλου ενάντια στο μικροαστικό στρώμα.
Στους μικροαστούς
ανεξάρτητα από τάξεις και στρώματα
το δοξαστικό μου).


Απ’ όλες τις απέραντες ρούσικες πεδιάδες
από της σοβιετικής γέννησης την πρώτη μέρα
ξεχύθηκαν αυτοί,
γοργά αλλάζοντας το πτέρωμα,
σε όλα τα ιδρύματα μπήκαν με αέρα.
Γεμίζοντας με ρόζους τους πισινούς απ’ το πεντάχρονο καθισιό,
γεροί, σαν νεροχύτες,
ζουν μέχρι τώρα –
πιο ήσυχοι κι απ’ το νερό.
Έστησαν βολικά γραφεία και κρεβατοκαμαρούλες.


Και το βράδυ
το ένα ή το άλλο ερπετό,
τη γυναίκα του,
που μαθαίνει πιάνο, κοιτάζοντας,
λέει
από το σαμοβάρι κοκκινωπό:
«Συντρόφισσα Νάντια!
στη γιορτή θα πάρω αύξηση –
24 χιλιάρικα.
Ταρίφα.
Εχ,
και θ’ αγοράσω για τον εαυτό μου
βρακιά απ’ τον Ειρηνικό Ωκεανό,
έτσι που απ’ το παντελόνι
να βγαίνω
σαν κοραλλοειδής ύφαλος!»
Κι η Νάντια:
«Και για μένα φορέματα μ’ εμβλήματα.
Χωρίς σφυροδρέπανο δεν μπορείς να βγεις στον κόσμο!
Με τι
θα κάνω
σήμερα φιγούρα
στο χορό του Επαναστατικού Συμβουλίου;»


Στον τοίχο ο Μαρξ.
Σε κάδρο πορφυρό.
Στην «Ιζβέστια» ξαπλωμένο, το γατάκι κοιμάται.
Και κάτω από την οροφούλα
τιτιβίζει
ξετρελαμένο το καναρίνι.


Ο Μαρξ από τον τοίχο κοίταζε, κοίταζε…
Και ξαφνικά
άνοιξε το στόμα,
κι αρχίζει να φωνάζει:
«Τυλίξατε την επανάσταση στα νήματα του μικροαστισμού.
Πιο φοβερή κι από τον Βράνγκελ η μικροαστική ζωή.
Γρήγορα
στρίψτε το λαιμό κάθε καναρινιού –
ώστε ο κομμουνισμός
από τα καναρίνια να μη νικηθεί!»


ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
[Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ», αρ.τ. 36-38, Οκτ./Δεκ. 1986]


magiak2

ΠΕΡΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ  
(Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

Δόξα, δόξα, δόξα στους ήρωες!!!

Εδώ που τα λέμε
αρκετά τους τιμήσαμε.
Ας πούμε
τώρα
και κάτι περί σκουπιδιών.


Πάνε, περάσανε των επαναστάσεων οι μπόρες.
Μούχλες πετάει ο σοβιετικός αναβρασμός.
Πίσω από τις πλάτες της Ερ-Εσ-Εφε-Σερ*
πάνω-πάνω βγήκε
του μικροαστού n μούρη


(Όχι, μην το πάρετ’ έτσι –
με την τάξη δεν τα έχω των μικρών αστών.
Σ’ αυτούς
δίχως διάκριση τάξεις, στρώματα
«Εύγε!» απ’ όλα τα στόματα.)


Στης Ρωσίας τις απέραντες εκτάσεις
απ’ τη μέρα που η σοβιετική
γεννήθηκε υφήλιος
βγήκανε στους δρόμους
κι αλλάζοντας ενδύματα
σ’ όλα μέσα χώθηκαν τα ιδρύματα.
Πέντε χρόνια στην καρέκλα ρόζους βγάλανε
τα πισινά τους,
βασταγερά σαν τις λεκάνες του νιφτήρα
ζουν ως τα σήμερα και βασιλεύουν.
Μουλωχτοί σαν το νερό
ζεστούτσικες χτίσανε φωλιές
σε γραφεία σε κρεβατοκάμαρες.


Το βράδυ
τούτος ή ο άλλος τενεκές
έφαγ’ ήπιε
την κυρά του τώρα κάθεται και καμαρώνει
στο πιάνο να γυμνάζεται.
Μια λιγούρα
του “φερε το σαμοβάρι:
«Συντρόφισσα Νάντια!
Τώρα με την ευκαιρία των γιορτώνε
αυξήσεις πρέπει να μας κάμουνε στα μιστά
χιλιαδούλες
κάπου 24
η δική μου αναλογία.
Εχ!
Περισκελίδες απωανατολίτικες
θα πάω ν’ αγοράσω
έτσι που μέσ’ από το παντελόνι
σπόγγος να φαίνομαι
από κοράλλι».
Η Νάντια:
«Κι ένα φόρεμα για μένα
με τα εμβλήματα απάνω σταμπωμένα.
Χωρίς δρεπάνι και χωρίς σφυρί
στον κόσμο πώς κανείς να παρουσιαστεί;
Απόψε κιόλας
να βγω με τι
στον μπάλο που οργανώνει η Επαναστατική
Επιτροπή!»


Στον τοίχο ο Μαρξ.
Κάδρο άλικο.
Στο φύλλο πάνω της «Ιζβέστια»
ένα γατσούλι ζεσταίνεται
κι από το ταβάνι ψηλά
στα μεράκια της η καναρίνα
τσιρίζει.
Από τον τοίχο του κοιτάει και κοιτάει ο Μαρξ…
Ώσπου το στόμα του
ανοίγει ξαφνικά
και μπήγει τις φωνές:
«Τυλίξανε την επανάσταση στων μικροαστών τα
δίχτυα
Χειρότερος κι από τον Βράνγκελ ο μικροαστός.
Εμπρός,
τα καναρινάκια ευθύς στραμπουλήχτε,
των καναρινιών
να μην πέσει θύμα ο κομμουνισμός».


ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

*Τα αρχικά του ρωσικού σοβιετικού κράτους.

[Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ, ΤΑ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2011]

Πρώτη δημοσίευση ανάρτησης 14/4/2015 στο Ατέχνως

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Ένα ποίημα του Ερνστ Σουμάχερ για τον Νίκο Μπελογιάννη


Ο Ερνστ Σουμάχερ (1921-2012) γεννήθηκε στη Βαυαρία. Υπήρξε καθηγητής της Θεατρολογίας  στο πανεπιστήμιο Χούμπολτ (Βερολίνο) της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (πρώην Ανατολική Γερμανία). Θεωρείται ο σημαντικότερος μαρξιστής μελετητής του Μπρεχτ. Η βιογραφία του για τον Μπρεχτ αποτελεί βασικό βοήθημα κάθε ερευνητή. Υπήρξε μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της ΓΛΔ. Έγραψε πέρα από πολυάριθμες μελέτες και δοκίμια, μια σειρά από αφηγήματα, ποιήματα και θεατρικά έργα. Το ποίημά του «Μπελογιάννης» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πολιτιστική» (αρ.τ. 21) τον Ιούλη του 1985.

Μπελογιάννης (1952)

Όταν ο Δίας στη Δήμητρα δίνει
ό,τι η καρδιά και ο κόλπος της κλει
σένα σε τρύπησαν οι μαύρες σφαίρες·
σταμάτα, καρδιά μου, και γνώρισε:
ανθεί η Περσεφόνη!

Σκύψε μονάχος, ω Άδη, στη θολή σου σπηλιά
και τρόμαξε: να, ο Ήφαιστος, ο κόκκινος, άναψε!
Με σφυρί και δρεπάνι σου στέκει φρουρός.
Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Κι όμως
ανθεί η Περσεφόνη!

Χοροπήδησε, ω Κύκλωπα, στη χώρα της Ηπείρου
τόσο που οι έγκυες να χάσουν τον καρπό της κοιλιάς τους·
με γροθιά ματωμένη γράφεις στον τοίχο
Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός, κι όμως
ανθεί η Περσεφόνη!

Η δρυς της Δωδώνης θροΐζει στον άνεμο,
το αίμα του νεκρού γίνεται ανθός.
Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός, για να ζήσει
αύριο ειρηνικά το λιοντάρι δίπλα στο αρνί, για να
ανθεί η Περσεφόνη!

Κι όπως στ’ αρχαία τα χρόνια, θροΐζουν στον άνεμο
τα περιστέρια από κορφή σε κορφή, αναγγέλλοντας:
Τολμήστε, τολμήστε και σεις, μιμηθείτε το θάρρος του
για ν’ ανθεί η περσεφόνη!

Ernst Schumacher

(Μετάφραση: Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος)

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

«Η ζωή μου όλη»…


Μάρτης 1990. Στο στούντιο του 2ου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο Στέλιος Καζαντζίδης φιλοξενούμενος του αξέχαστου Πάνου Γεραμάνη σε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε σε 10 εκπομπές, εγκαινιάζοντας τη θρυλική εκπομπή του Πάνου «Λαϊκοί Βάρδοι». Η συνέντευξη φτάνει στο τέλος, και ο Πάνος ρωτά τον Στέλιο:

«ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ: (…) θα θέλαμε να σε ρωτήσουμε ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου τραγούδι και ποιο αφιερώνεις αυτή τη στιγμή, στο κλείσιμο της σειράς αυτών των εκπομπών (…) Και να αφιερώσεις δυο απ’ τα τραγούδια σου στα εκατομμύρια των θαυμαστών σου και των ακροατών μας.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Ε, αυτό, Παναγιώτη, είναι γνωστό, το ’χω πει εκατοντάδες φορές και θα το ξαναπώ. «Η ζωή μου όλη» είναι το τραγούδι που αγάπησα περισσότερο. Του Άκη Πάνου. Αυτού του μεγάλου συνθέτη. Στον οποίο εύχομαι να μην παραδώσει και αυτός τα όπλα όπως εγώ, κι αν μπορεί να συνεχίσει.
Π.Γ.: Κι ένα άλλο τραγούδι σου;
Σ.Κ.: Όλα τ’ άλλα μαζί κάνουν το τραγούδι αυτό…»

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ
(Στίχοι-μουσική: ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ)

Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη
όλα μου τα παίρνει τίποτα δε δίνει
η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι
που 'χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει

Η ζωή μου όλη μια ανοησία
κι η μοναδική μου η περιουσία
η ζωή μου όλη είναι μια θυσία
που σκοπό δεν έχει ούτε σημασία

Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο
που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω
κι όταν γίνει η γόπα κέρασμα στο χάρο
όταν έρθει η ώρα και τόνε τρακάρω


―Απόσπασμα συνέντευξης: Από το βιβλίο του Βασίλη Καρδάση «ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ, σε δρόμους λαϊκούς», εκδόσεις Άγκυρα, 2010.

―Φωτογραφία (Τ. Πανανανίδη): Ο Άκης Πάνου με το Στέλιο Καζαντζίδη (λεπτομέρεια). Από το βιβλίο-λεύκωμα του Πάνου Γεραμάνη «ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ, όταν η φωνή φτάνει το θρύλο», εκδόσεις Άγκυρα, 2001.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

«Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ…»


«Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη. Και ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων… Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι". Όμως οι στίχοι ήταν διαφορετικοί από αυτούς που ξέρουμε τώρα. Λέγανε: "Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ… άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί…" και όχι το "κερί" όπως το έβαλε η λογοκρισία. Και παρακάτω: "Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει μα διπλό είναι το κλειδί τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή;" Γιατί βέβαια τότε μόνο οι αριστεροί γέμιζαν τα κελιά των φυλακών.

Μ' αυτούς τους τρόπους περνάγαμε τότε τα τραγούδια μας. Ακόμα και πολλά τραγούδια που με την πρώτη ματιά φαίνονται ερωτηματικά, κατά βάθος εκφράζουν βαθύτερα κοινωνικά νοήματα…».(1)

Ο Απόστολος Καλδάρας, όταν τον ρωτούσαν ποιο τραγούδι ξεχωρίζει από όλα τα «παιδιά» του, αναφερόταν πάντα με συγκίνηση στο "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι".

«Αυτό το αγαπώ γιατί είναι ζωντανό. Δε μου έδωσε κάποιος το στίχο, να βάλω τη μελωδία εγώ. Το έζησα, τότε με τις συλλήψεις του 1945, μετά τους Γερμανούς, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος. (…) Θέλω να πω ότι αυτό το τραγούδι το αγαπώ πολύ, γιατί είναι ζωντανό για μένα».(2)

 
ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ (1948)

(Νύχτωσε και στο Γεντί)
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλληκάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί

Άραγε τι περιμένει
απ’ το βράδυ ως το πρωί
στο στενό το παραθύρι
(που φωτίζει το κελί)
που φωτίζει με κερί

Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνει
(μα διπλό είναι το κλειδί
τι έχει κάνει και το ρίξαν
το παιδί στη φυλακή;)
με βαρύ αναστεναγμό
ας μπορούσα να μαντέψω
της καρδιάς του τον καημό

(Σε παρένθεση οι στίχοι πριν λογοκριθούν).

Κορυφαία μορφή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, ο μουσικοσυνθέτης και στιχουργός Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στις 7 Απρίλη του 1922 και έφυγε από τη ζωή στις 8 του ίδιου μήνα του 1990. Τα τραγούδια του ξεχωρίζουν για την αυθεντικότητά τους και την αμεσότητα με την οποία αγγίζουν τις ψυχές των λαϊκών ανθρώπων μέχρι τις μέρες μας. Ο ίδιος εξάλλου συνήθιζε να λέει: «Όσο υπάρχει λαός θα υπάρχει λαϊκό τραγούδι. Το στίχο που έχει το λαϊκό τραγούδι δεν θα το βρείτε πουθενά».(3)

Ο με έντιμη, περήφανη διαδρομή και αγωνιστική δράση σπουδαίος δημιουργός ξεχώριζε ένα ακόμα από τα τραγούδια του: «Ένα αυτό ("Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι") και ένα το "Σ' ένα βράχο φαγωμένο/ από κύμα αγριωπό". Έχω και άλλα τραγούδια που αγαπώ, αλλά αυτά τα δυο τα ξεχωρίζω, λόγω αναμνήσεων».(4)

«Θυμάμαι τώρα που είχα πάρει συγχαρητήρια από το μεγάλο δάσκαλο τον Κ. Βάρναλη, και είναι τιμή αυτό για μένα, για το τραγούδι μου "Σε ένα βράχο φαγωμένο": "Σ' ένα βράχο φαγωμένο από κύμα αγριωπό ένα σούρουπο είχα κάτσει λίγο να ξεκουραστώ…" Και εδώ ο τελευταίος στίχος έλεγε "Έτσι μ' έχει καταντήσει των ανθρώπων η οργή" και όχι "μιας γυναίκας η οργή" που το ξέρετε σήμερα. Ο κόσμος όμως το τραγουδούσε στην αρχική του μορφή και έτσι διασώθηκε ο στίχος μέχρι σήμερα…».(5)


Σ’ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ ΦΑΓΩΜΕΝΟ (1948)

Σ' ένα βράχο φαγωμένο
από κύμα αγριωπό
ένα σούρουπο είχα κάτσει
(λίγο να ξεκουραστώ)
λίγο να συλλογιστώ.

Κάθε βήμα στη ζωή μου
είναι πόνος και συμφορά,
θέλω ο δόλιος να πετάξω
μα δεν έχω τα φτερά.

Έτσι μ' έχει καταντήσει
(των ανθρώπων η οργή)
μιας γυναίκας η οργή,
στρώμα να 'χω τα χορτάρια
και προσκέφαλο τη γη.

(Σε παρένθεση οι στίχοι πριν λογοκριθούν).

Σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε το 1986,(6) βλέποντας προς τα που πήγαινε η κατάσταση, ο Απόστολος Καλδάρας θα προβλέψει:

«Εύχομαι να διαψευστώ αλλά φοβάμαι ότι θα φτάσει μια μέρα που το Ελληνόπουλο θα ακούει ξένο τραγούδι που θα του σερβίρουν οι αμερικάνικες εταιρίες και θα το νομίζει ελληνικό… Πρέπει η νεολαία να διαμορφώσει μια άλλη σχέση με το λαϊκό τραγούδι. Να γνωρίσει τους δημιουργούς. Είναι αξιέπαινη κάθε προσπάθεια που συμβάλλει σ' αυτή την κατεύθυνση… Όταν η πολιτεία αφήνει από το πρωί μέχρι το βράδυ να ακούγονται από το ράδιο και την τηλεόραση όλα αυτά τα ξενόφερτα και από την άλλη πλευρά τα "καψουροτράγουδα" τι περιμένεις;…».

Ο αναγνώστης είναι αυτός που θα απαντήσει αν η παραπάνω πρόβλεψη βγήκε αληθινή…

[1,3,5,6: «Για το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι», έκδοση του 12ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, Αθήνα 1986
2,4: Από αφιέρωμα της Σοφίας Αδαμίδου στο Ριζοσπάστη, 18/4/2010]

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Ένα ποίημα για τον Γιάννη Ζέβγο

Γιάννης Ζέβγος
(Σκίτσο του Τ.Α.Φ. στην πρώτη σελίδα
του Ρίζου της Δευτέρας – 24/3/1947)

Γιάννης Ζέβγος

Ακόμα εν’ άστρο κύλησε
να πάει να βρει τον ήλιο!

Κι ένας αητός απ’ το Μωριά,
κι ένας αητός λεβέντης

ανέβηκε στα σύγνεφα
για να το μολογήσει.

―Χάιντε λεβέντες μου, καρδιά,
να φέρουμε τον ήλιο.

Κι ο σπόρος τούτος πώπεσε
γερό καρπό θα δέσει.

Και θα φυτρώσει πλατανιά
και θα λαλήσει ανάβρα.

Κι όντας χαράξ’ η Ανατολή
κι όντας ανθίσει ο ήλιος,

θάρχουνται κόρες για νερό,
λεβέντες για τραγούδια,

θάρχουνται γεροσύντροφοι
ν’ ανιστοράν τις μάχες.

Χάιντε, λεβέντες μου, καρδιά
να φέρουμε τον ήλιο.

Τη στράτα του τη φώτισε
κει πώπεσε τ’ αστέρι.

―Πέρα πάνου απ’ τον Όλυμπο
φεγγοβολούν οι τόποι.

Κι ένα αστέρ’ ήρθε και κύλησε
μες στην καρδιά σου Ελλάδα!

Ν. ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ


(«ΡΙΖΟΣ της Δευτέρας», 24/3/1947)


Ο δάσκαλος Γιάννης Ταλαγάνης – Ζέβγος ήταν μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και ηγετικό στέλέχος του ΕΑΜ. Φωτισμένος επαναστάτης, κοφτερό μυαλό με σημαντικό συγγραφικό έργο σε μελέτες και πλούσια αρθρογραφία πάνω σε φιλοσοφικά, ιστορικά και ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα. Δολοφονήθηκε στις 20 Μάρτη του 1947 στη Θεσσαλονίκη από το παρακράτος της «μετα-Βάρκιζας» εποχής. Η δολοφονία του δεν ήταν «τυχαία», ούτε «ξεκαθάρισμα λογαριασμών στους κόλπους της Αριστεράς», όπως ισχυρίστηκαν οι τότε κονδυλοφόροι της Δεξιάς. Ούτε η επιλογή του προσώπου ήταν τυχαία…

Περισσότερα για τον Γιάννη Ζέβγο

1) Η δολοφονία του Γιάννη Ζέβγου ήταν μια εκδήλωση μίσους της αστικής τάξης απέναντι στην κομμουνιστική προσωπικότητα και συνείδηση:

2) 68 χρόνια από τη δολοφονία του Γιάννη Ζεβγου: