Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Herman Melville: "Μόμπι-Ντικ" ― Δύο προσεγγίσεις


1. Σκέψεις για το βιβλίο "Μόμπι-Ντικ", το αριστούργημα του Herman Melville

Όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου, θυμάμαι στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς μου το Μόμπι-Ντικ· θυμάμαι πόσο επιθυμούσα να διαβάσω το βιβλίο, και πόσο με φρέναρε ο όγκος του. Σκεφτόμουν: γνωρίζω την ιστορία από τη διασκευή (Κλασσικά Εικονογραφημένα), έχω δει την ταινία και με συνεπήρε, μα φοβάμαι τη μακρηγορία. Ένα βιβλίο 909 σελίδων! Όσο όμως διάβαζα το βιβλίο καταλάβαινα πόσο είχα πέσει έξω. Η γλώσσα του έσπαγε το κέλυφος μιας χρόνιας εσφαλμένης εντύπωσης. Υπάρχει μια γλώσσα που μιλά ο άνθρωπος που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και εσωκλείει όλα τα θέματα που τον απασχολούν. Οι χυμοί της γλώσσας κυλούν −και με καταλύτη το χιούμορ− αστείρευτοι στις φλέβες ενός οργανικού συνόλου, που ακολουθεί, διαμορφώνει, και υποτάσσει μια ζωή ενιαία, όσο κυματιστή κι αν είναι. Αυτός είναι ο Μόμπι-Ντικ.
           
Η ιστορία είναι γνωστή. Ο θρυλικός καπετάνιος Αχαάβ κυνήγα τη μεγάλη άσπρη φάλαινα ονόματι Μόμπι-Ντικ. Την κυνηγά με μανία και μάλιστα σ’ ένα κυνήγι τη στιγμή που σημαδεύει με το καμάκι το σώμα της, του κόβει το πόδι. Κι εκείνος σκυθρωπός και πληγωμένος μπαρκάρει πλέον μ’ ένα φιλντισένιο πόδι.          
            
Για ένα τέτοιο ταξίδι μπαρκάρει ο κύριος αφηγητής που προφανώς είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Περισυλλογή και νερό είναι ενωμένο για πάντα μας λέει πριν ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι ο Ισμαήλ. Μόλις παρατηρήσει στον εαυτό του συμπτώματα υποχονδριακά, που στο μυαλό σχηματοποιούνται σε «ηθικούς» φραγμούς, σε δικαιολογίες ώστε να μη βγαίνει στον έξω κόσμο, αποφασίζει πως είναι η ώρα για ταξίδι, για να μην κυκλωθεί εντελώς από τα φαντάσματα των σκέψεών του. Πρώτη στάση πριν το ταξίδι είναι το Πανδοχείο του Φυσητήρα μ’ εκείνη τη μεγάλη ελαιογραφία που παρασταίνει ένα μισοβυθισμένο πλοίο και μια εξαγριωμένη φάλαινα. Από εκεί ο Ισμαήλ ξεκινά να ξεπερνά τις προκαταλήψεις του· ο Πανδοχέας διαθέτει μόνο ένα διπλό κρεβάτι, το οποίο πρέπει να μοιραστεί μ’ έναν νέγρο που τα πρωινά λείπει στην αγορά για να πουλήσει ανθρώπινα κεφάλια! Την ώρα που τον βλέπει μέσα στο σκοτάδι τρομάζει, καταφέρνει όμως με τους συλλογισμούς του να καταλύσει τον τρόμο που εκπέμπουν τα  αλλόκοτα φερσίματά του. Θα δοκιμάσω έναν ειδωλολάτρη για φίλο, σκέφτηκα, αφού η χριστιανική φιλία έχει αποδειχτεί κούφια ευγένεια. Ο Κουίκουεγκ και ο Ισμαήλ καταλήγουν οι καλύτεροι φίλοι ανάμεσα σ’ ένα πλήρωμα που τους κοιτά απορημένο.
            
Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Ισμαήλ μαζί με το πλήρωμα αντιμετωπίζει, το μπουρίνι, τα μπαταρίσματα του πλοίου, ονόματι Πίκουοντ ,σα φάντασμα. Θεωρεί πως πρέπει να ζει σα φάντασμα, σα να ’χει ξεγράψει τον εαυτό του για να μπορέσει να βγαίνει ζωντανός από τις βουτιές στο θάνατο. Είτε βρίσκεται στον Ισημερινό είτε στον Πόλο συμβουλεύει τον αναγνώστη να διατηρεί το αίμα του σε σταθερή θερμοκρασία. Οι εμπειρίες του έχουν ως βάση την πορεία μιας σκληρής εργασίας που παρατείνεται πέραν την καθαρόαιμης ναυτικής. Εργασία με σκοπό ν’ αφαιρεθεί το λίπος από τη φάλαινα και να αποθηκευτεί ως λάδι σε βαρέλια στο αμπάρι. Εργασία που περιγράφεται με ζωντάνια και λεπτομέρεια και δημιουργεί μεταξύ του πληρώματος ισχυρούς δεσμούς· σα να ζουν μια ζωή κάπως πρωτόγονη, κοινή με λιγότερο αυστηρή πειθαρχία από εκείνη των εμπορικών πλοίων, αλλά και μια εργασία κωμικά επικίνδυνη όταν ο Ισμαήλ βρίσκεται δεμένος με μια βοηθητική τριχιά στη ζώνη του, με την οποία τραβά τον Κουίκουεγκ την ώρα που εργάζεται πάνω στο κουφάρι της φάλαινας. Όμως το ζούληγμα του σπερματσέτου, του προϊόντος αυτής της επίπονης εργασίας, πυροδοτεί χαρά στον Ισμαήλ. Όσο ζουλά το σπερματσέτο μέσα σ’ αυτή την κολυμπήθρα νιώθει απόλυτα καθαρός από κάθε μνησικακία, παραφορά ή κακία. Παράλληλα ανιχνεύει την αλλοτρίωση την οποία υφίσταται ο άνθρωπος από την ειδικότητά του. Ο ξυλουργός του καραβιού είναι ένα πολυεργαλείο, πλάθει τον εαυτό του μονάχα από την ειδικότητα, η οποία αποτελεί και την πηγή ζωής μέσα του. Κι επειδή ο Ισμαήλ συνδυάζει την εργασία ως μέλος του πληρώματος με την εργασία του δασκάλου παραθέτει παράλληλα με το ταξίδι και τις γνώσεις του περί φαλαινών και φαλαινοθηρίας. Για τον Ισμαήλ, οι φαλαινοθήρες, ενώ είναι το πιο σκληρό επάγγελμα στη θάλασσα, χαρακτηρίζονται αδίκως: Είναι όμως χασάπηδες που κυνηγούν σπερμοφάλαινες για να γεμίσουν τ’ αμπάρια του πλοίου με το λάδι τους. Μ’ αυτό το γλυκό λάδι λούζονται όμως οι βασιλιάδες: Πράγματι, ένας ώριμος άντρας που χρησιμοποιεί λάδι για τα μαλλιά, αν δε το χρησιμοποιεί σα φάρμακο, ένας τέτοιος άντρας έχει, ως φαίνεται, κάποια μαλθακότητα μέσα του. Κατά κανόνα δεν αξίζει τίποτα ολόκληρος.
                
Οι γνώσεις του Ισμαήλ διεισδύουν στο σκελετό της φάλαινας: Τότε όλος ο κόσμος ανήκε στη φάλαινα. Αφήνεται ευχάριστα σε πολλαπλές μεταφορές με αποτέλεσμα να υφαίνονται πολύπλοκοι σύνδεσμοι ανάμεσα σε περισσότερες κληρονομιές, πολιτιστικές και ιστορικές. Τα χαρακτηριστικά της φάλαινας περιγράφονται σε σύγκριση με τ’ ανθρώπινα. Το κυνήγι συμβολίζει τον αγώνα του ανθρώπου που για να κατακτήσει το πεπρωμένο πρέπει να υποτάσσει τη φύση. Ο άνθρωπος κι η φάλαινα βρίσκονται σε μια διαρκή ενότητα και πάλη.        

Ο Αχαάβ ταξιδεύει αδιάκοπα για να σκοτώσει με το καμάκι του τον Μόμπι-Ντικ. Παρότι οι αξιωματικοί ανησυχούν για την κατάληξη του Πίκουοντ, του καραβιού, υποχωρούν συνεχώς στις παράλογες διαταγές του. Σα να υπάρχει μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ των αξιωματικών και του γερο-Αχαάβ. Το φέρσιμό του δημιουργεί δέος και συμπόνια. Το δράμα του δεν προκαλεί ανταρσία αλλά κατά παράδοξο τρόπο αίσθημα για προσευχή. Ο Σταμπ ο δεύτερος αξιωματικός του Πίκουοντ μετά τις έντονες προσβολές που δέχτηκε από τον καπετάνιο, σκέφτεται: Να τον χτυπήσω ή να πέσω εδώ χάμω στα γόνατά μου και να προσευχηθώ γι΄ αυτόν; Στο όνειρο που βλέπει, ο Αχαάβ τον κλωτσά  κι  ο Σταμπ το ερμηνεύει πως δεν τον κλωτσά ο ίδιος αφού τον κλωτσά με το φιλντισένιο πόδι του.
            
Ο Αχαάβ δεν επιτρέπει στον εαυτό του να βουλώσει καμιά ρωγμή που τρέχει μέσα του, όταν ο υποπλοίαρχος Στάρμπακ τον ενημερώνει πως υπάρχουν βαρέλια στο αμπάρι που έχουν διαρροή διαρρέουν, αρνείται να σταματήσει το καράβι. Στον μεταξύ τους διάλογο ο αναγνώστη δεν μπορεί απόλυτα να καταλάβει αν ο Αχαάβ υποχωρεί από σεβασμό στο πρόσωπο του Στάρμπακ ή από θέμα τακτικής. Ο Αχαάβ ταξιδεύει κόντρα στα διαλυμένα φαλαινοθηρικά και κρυώνει το πυρωμένο καμάκι του όχι στο νερό αλλά στο αίμα τριών νέγρων μελών του πληρώματος. Ο θάνατός του και η βύθιση του Πίκουοντ ολοκληρώνεται με την επαναφορά της αρχικής τάξης των πραγμάτων. Ο μόνος διασωθέντας, ο Ισμαήλ, απόχτησε όμως μια γνώση του κόσμου που του επιτρέπει να κατανοεί την πραγματικότητα με μια διεύρυνση του εσωτερικού δίχως να στερείται στο παραμικρό το περίβλημά της.
            
Ο Χέρμαν Μέλβιλ καταφέρνει να ενσωματώσει στον Μόμπι Ντικ –και γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί– χωρίς κανένα ρήγμα στην πλοκή τη συνειδητή εμπειρία και το όνειρο, την καθημερινή συγκεκριμένη πραγματικότητα με την υποκειμενικότητα, το μύθο με την ιστορία. Κι όλα αυτά σε μια εξαίρετη μετάφραση. Αξίζει ν’ αναφέρουμε την ανησυχία του μεταφραστή Α.Κ. Χριστοδούλου, όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου: Ωστόσο, πριν κλείσω τον σύντομο αυτό πρόλογο, δε μπορώ να μην κατανομάσω τα δυο καρφιά που είχα μπηγμένα στην καρδιά, όλον ετούτο τον καιρό: το καρφί της ακρίβειας και το καρφί της (μουσικής) πλαστικότητας που κρύβει –σαν πειρασμό και χρέωση- ο ελληνικός προφορικός λόγος. Διαβάζοντας αυτή τη μετάφραση ο Έλληνας ποιητής, μακάρι να τραγουδήσει όπως τραγούδησε μεταφράζοντας το βιβλίο ο μεταφραστής.

Παναγιώτης Μηλιώτης


2. Herman Melville, Μόμπι - Ντικ ή Η Φάλαινα

Λέγε με Ισμαήλ. Πριν μερικά χρόνια - δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς - έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και δω το υδάτινο μέρος του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω το κυκλοφοριακό. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα` όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει` όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας που συναντώ` και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου - τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω , όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια, ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του` εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ' αυτό. Αν το ήξεραν έφτανε` όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, με τον τρόπο τους , αργά ή γρήγορα, θα έτρεφαν πάνω - κάτω τα ίδια αισθήματα με μένα για τον ωκεανό[...]

Όταν λέω λοιπόν πως έχω συνήθεια να παίρνω το πλοίο κάθε φορά που αρχίζουν να θαμπώνουν τα μάτια μου κι αρχίζω να νιώθω βαριά τα πνευμόνια μου, δε θέλω να συμπεράνει κανείς πως παίρνω το πλοίο πάντα σαν επιβάτης. Γιατί για να το πάρεις σαν επιβάτης χρειάζεται να έχεις πουγκί, κι ένα πουγκί δεν είναι παρά ένα κουρέλι αν δεν έχεις κατιτί μέσα. Εξάλλου τους επιβάτες τους πιάνει η θάλασσα, καβγαδίζουν , έχουν αϋπνίες και γενικά δεν διασκεδάζουν καθόλου` όχι , ποτέ δεν το παίρνω σαν επιβάτης` ούτε παίρνω ποτέ το πλοίο σα Στόλαρχος, Καπετάνιος ή Μάγειρας, μολονότι είμαι αρκετά ψημένος ναυτικός[...]

Όχι, όταν παίρνω το πλοίο, το παίρνω σαν απλός ναύτης, δουλεύω πρωράτης στην πλώρη, χώνομαι ακριβώς από κάτω μες στο καμπούνι κι ανεβαίνω στο κολιμπίρι του κούντρου ψηλά στο τουρκέτο.Πραγματικά, οι διαταγές πέφτουν μάλλον βροχή και με κάνουν να πηδώ από κατάρτι σε κατάρτι, σαν ακρίδα σε μαγιάτικο λιβάδι. Και στην αρχή αυτό είναι αρκετά δυσάρεστο. Θίγει το αίσθημα της τιμής σου` ιδιαίτερα αν κατάγεσαι από παλιά οικογένεια με όνομα στη στεριά[...]

Και περισσότερο από όλα αν, ακριβώς πριν βάλεις το χέρι σου στο δοχείο με την πίσσα, ήσουνα δάσκαλος στην επαρχία, ένας δάσκαλος τυραννικός, κάνοντας τα ψηλότερα παιδιά να σε φοβούνται. Η μετάβαση από δάσκαλο σε ναύτη, σε διαβεβαιώνω, είναι οδυνηρή και χρειάζεται ένα δυνατό αφέψημα από Σενέκα και Στωικούς για να μπορέσεις να αντέξεις με ένα απλό χαμόγελο. Αλλά με τον καιρό ακόμα κι αυτό περνάει[...]

Εξάλλου παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης, γιατί θεωρούν απαραίτητο να με πληρώνουν για τις σκοτούρες μου, ενώ δεν άκουσα ποτέ να πληρώνουν πεντάρα σε επιβάτες. Αντίθετα, οι ίδιοι οι επιβάτες πρέπει να πληρώνουν. Κι όλη η διαφορά στον κόσμο είναι ανάμεσα στο να πληρώνεις ή να πληρώνεσαι. Η πληρωμή είναι ίσως η πιο ενοχλητική τιμωρία που μας κληροδότησαν οι δυο κλέφτες του παραδείσου.Αλλά να π λ η ρ ώ ν ε σ α ι ! τι μπορεί να συγκριθεί μαζί του; Η περιποιητική δραστηριότητα που ένας άνθρωπος εισπράττει χρήματα προκαλεί πραγματικά κατάπληξη, έχοντας υπόψη πόσο στα σοβαρά πιστεύουμε πως το χρήμα είναι η ρίζα όλων των γήινων κακών και πώς σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ένας παραλής να μπει στον ουρανό. Ω πόσο πρόθυμα παραδινόμαστε στον όλεθρο!

Τέλος παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης για την υγιεινή άσκηση και τον καθαρό αέρα της κουβέρτας του καμπουνιού. Γιατί, μια και σε τούτο τον κόσμο οι κόντρα άνεμοι είναι πολύ πιο ανώτεροι από τους πρίμους ( αν δηλαδή δεν παραβείς ποτέ το αξίωμα του Πυθαγόρα), επόμενο είναι η ατμόσφαιρα που αναπνέει ο Στόλαρχος στο κάσαρο, τις περισσότερες φορές, να είναι από δεύτερο χέρι, από τους ναύτες στο καμπούνι. Νομίζει πως αναπνέει πρώτος` δεν είναι όμως έτσι. Με τον ίδιο περίπου τρόπο ο λαός οδηγεί τους ηγέτες του σε πολλά άλλα πράγματα, την ίδια στιγμή που οι ηγέτες λίγο το υποπτεύονται. Γιατί όμως, μετά από τόσες φορές που μύρισα τη θάλασσα σα ναύτης εμπορικού πλοίου, να μου μπει τώρα στο μυαλό να κάνω ένα φαλαινοθηρικό ταξίδι; σ' αυτό , ο αόρατος αστυνομικός των Μοιρών που διαρκώς επιβλέπει , που με παρακολουθεί κρυφά και με επηρεάζει με έναν ακατανόητο τρόπο - αυτός μπορεί να απαντήσει καλύτερα από κάθε άλλον[...]

Αν και δεν ξέρω ακριβώς γιατί ακριβώς αυτές οι σκηνοθέτισσες , οι Μοίρες, μου έδωσαν αυτόν τον τιποτένιο ρόλο σε ένα φαλαινοθηρικό  ταξίδι , όταν άλλοι πήραν μεγαλόπρεπους ρόλους σε υψηλές τραγωδίες, σύντομους κι εύκολους ρόλους σε κομψές κωμωδίες κι εύθυμους ρόλους σε φάρσες - αν και δεν ξέρω γιατί ακριβώς, τώρα ωστόσο, που φέρνω στο μυαλό μου όλα τα περιστατικά, θαρρώ πως βλέπω λίγο τα ελατήρια και τα κίνητρα που, με το να μου παρουσιαστούν επιτήδεια κάτω από ποικίλες μεταμφιέσεις, με κατάφεραν κι ανέλαβα να παίξω το ρόλο που έπαιξα , κολακεύοντάς με κι από πάνω με την αυταπάτη πως ήταν εκλογή της απροκατάληπτης ελεύθερης βούλησης μου και της διορατικής κρίσης μου.

Κυριότερο από αυτά τα κίνητρα ήταν η ίδια η συντριπτική ιδέα της μεγάλης φάλαινας. Ένα τόσο πελώριο και μυστηριώδες τέρας ξύπνησε όλη μου την περιέργεια. Μετά οι άγριες και μακρινές θάλασσες , όπου κυλούσε τον όγκο της που έμοιαζε με νησί` κι ακόμα οι ανεκλάλητοι, απερίγραπτοι κίνδυνοι της φάλαινας` αυτά μαζί με όλα τα συνακόλουθα θαύματα, τα χιλιάδες παταγονιακά θεάματα και τους ήχους με παρέσυραν στην επιθυμία μου[...]

Αυτά λοιπόν τα πράγματα ήταν η αιτία που καλοδέχτηκα το φαλαινοθηρικό ταξίδι` οι μεγάλες κλεισιάδες του κόσμου των θαυμάτων άνοιξαν και, μες στις τρελές φαντασιώσεις που με παράσυραν στο σκοπό μου, δυο - δυο έπλεαν στα κατάβαθα της ψυχής μου, ατέλειωτες πομπές της φάλαινα; και καταμεσής ολωνών τους, ένα επιβλητικό κουκουλωμένο φάντασμα , σα λόφος από χιόνι στον αέρα.(απόσπασμα)

Herman Melville, Μόμπι- Ντικ  ή η φάλαινα, μετφρ. Α.Κ.Χριστοδούλου, Gutenberg Orbis Literae , Editio Minor, 16η ανατύπωση, Φεβρουάριος 2006.

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1891 έφυγε , σχεδόν ξεχασμένος , ο μεγάλος Αμερικάνος συγγραφέας Herman Melville.

Το μυθιστόρημα του Μόμπι- Ντικ ή Η Φάλαινα μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω αυτό το καλοκαίρι.  Εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 18 Οκτωβρίου του 1851 στην Αγγλία και στις 14 Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Είναι αφιερωμένο στον άλλο μεγάλο συμπατριώτη και φίλο του, τον Ναθαναήλ Χόθορν, του οποίου το μυθιστόρημα  Άλικο Γράμμα (1850) επηρέασε τον Μέλβιλ στη συγγραφή του Μόμπι -Ντικ.

Πρόκειται για ένα έργο επικό και μεγαλειώδες. Ο Μόμπι Ντικ είναι η άσπρη φάλαινα που κυνηγά με πάθος ο καπετάνιος Αχαάβ για να την εκδικηθεί επειδή σε ένα κυνήγι της τον ακρωτηρίασε. Την ιστορία αφηγείται ο Ισμαήλ , ο ναύτης. Μαζί του στο ταξίδι - κυνήγι ο καμακιστής Κουικουέγκ.Ναυτολογούνται στο φαλαινοθηρικό  Πίκουοντ.

Δεν θεωρείται τυχαία ένα από τα αριστουργήματα της αμερικάνικης και παγκόσμιας λογοτεχνίας.  Μέσα στις 900 σελίδες του δεν παρακολουθούμε απλά το κυνήγι της φάλαινας. Υπάρχουν εκπληκτικές και πολύ ζωντανές περιγραφές εμπλουτισμένες με αριστουργηματικές παρομοιώσεις, απλές ή εκτενείς, που εμένα μου θύμισαν τις ομηρικές παρομοιώσεις. Εικόνες παρμένες από τον κόσμο της θάλασσας, των ναυτικών, της καθημερινότητας και της φύσης προσφέρονται με γενναιοδωρία για να παρομοιάσουν πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις.

Η επιμονή στη λεπτομέρεια οδηγεί σε διεισδυτικές παρατηρήσεις και βοηθάει στην απόδοση των ψυχικών συγκρούσεων και μεταπτώσεων  των ηρώων.

Με μια πρώτη ανάγνωση φαίνονται  περιττές και κουραστικές οι πολλές εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες για τις φάλαινες και ό,τι έχει σχέση με αυτές διαχρονικά. Και εμένα με κούρασαν . Στο τέλος όμως κατορθώνει και γοητεύει καθώς κλείνει με φιλοσοφικούς στοχασμούς,  διάφορες κρίσεις, εκτιμήσεις και προβληματίζει με τα αντιρατσιστικά, πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα του. Σε πολλά σημεία λεπτή αλλά ευδιάκριτη η ειρωνεία.

Ιδιαίτερα σημαντικοί οι μονόλογοι των ηρώων, συμβάλλουν στη γνωριμία μας με αυτούς, τις σκέψεις τους, τα όνειρα τους, τις επιθυμίες τους. Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό της αφηγηματικής τέχνης του Μέλβιλ είναι οι πολλές παρεκβάσεις και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες. Διακόπτουν τη ροή της αφήγησης , αλλά κάτι άλλο ενδιαφέρον έχουν να προσθέσουν στην υπόθεση. Μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή και ας μου συγχωρεθεί η αναφορά και η σύγκριση, αλλά αυτή η τεχνική μου έφερε στο νου τις ιστορίες του Ηροδότου.

Να σημειώσω την εξαιρετική μετάφραση  του Α. Κ. Χριστοδούλου .Μου έκανε εντύπωση το εύρος και ο πλούτος του ελληνικού λεξιλογίου με το οποίο αποδίδεται το πρωτότυπο καθώς  και η απόδοση των ναυτικών όρων και των ειδικών με τη φάλαινα λέξεων. Σίγουρα τιτάνια η μεταφραστική προσπάθεια.

Ο Χέρμαν Μέλβιλ  δικαιολογεί  την επιλογή του να γράψει αναλυτικά και εξαντλητικά όχι μόνο για το κυνήγι της φάλαινας , αλλά και όλων των σχετικών με αυτήν ζητημάτων με όλες τις βαθύτερες προεκτάσεις τους.
"Αυτό είναι το πλεονέκτημα ενός μεγάλου και πλούσιου θέματος - τόσο μεγάλες διαστάσεις μπορεί να δώσει σε κάτι! Επεκτεινόμαστε ανάλογα με τις διαστάσεις που έχει. Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. Δεν μπορεί να γραφτεί ένα μεγάλο βιβλίο, ένα βιβλίο που να αντέχει στο χρόνο, για τον ψύλλο, αν και υπάρχουν πολλοί που το έχουν επιχειρήσει"

Ένα μεγάλο , απολαυστικό, κλασικό αλλά και πολύπλοκο μυθιστόρημα από εκείνα που γράφονταν παλιότερα με πάθος, γνώση ,πολλή έμπνευση και ιδιοφυή πλοκή.   Για τους αναγνώστες  που εξακολουθούν να λατρεύουν τα μεγαλόπνοα και πολυσέλιδα μυθιστορήματα.

sofia

Δεν υπάρχουν σχόλια: