Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Τάσος Λειβαδίτης, ο αξέχαστος ποιητής του αγώνα και της φτωχογειτονιάς


«Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν/ για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από τον άμμο./ Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ' τους δρόμους»

Νύχτα. Περπατάς κάτω από τα κίτρινα φώτα της πόλης. Ελαφρύς θόρυβος, σαν κάποιος να περπατάει πίσω σου. Γυρνάς. Κανείς. Και όμως. Ηταν ένας ποιητής, εκείνος που στέκεται εμπρός σου τώρα, στη γωνιά και ανάβει το τσιγάρο του και που, πριν προλάβεις να πλησιάσεις, θα χαθεί πάλι μέσα στη νύχτα. Ενας ποιητής. Ο Τάσος Λειβαδίτης.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας. Στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε. Μαζί με άλλους της γενιάς του, θα αφήσει τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Ενας περήφανος λαός, πεινασμένος, ξυπόλυτος, ρακένδυτος, αλλά πάντα όρθιος, προσπαθεί, με το όπλο στο χέρι, με την καθημερινή του πάλη, με τη δημιουργία του, να ορίζει αυτός τα πεπρωμένα του. Κάποιοι δεν το ήθελαν αυτό. Μα, ο ποιητής επιμένει να τραγουδά:

«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου/
εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις/
τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια/
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα/
εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ' τα τριμμένα σας σακάκια/
τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή/
κουβαλώντας κάτω απ' το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί/
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».

Ο πηγεμός στην «κόλαση»

1947 «Οποιος διαβαίνει τούτη την πύλη ας αφήσει απ' έξω κάθε ελπίδα» (Δάντε Αλλιγκιέρι: «Κόλαση»)
ΣΤΓ 902. Αυτά τα αρχικά και αυτός ο αριθμός ήταν ο επίσημος κωδικός της «κόλασης», που τη λέγανε Μακρόνησο. Ο Τάσος Λειβαδίτης εξορίστηκε εκεί το 1947. Ακολούθησαν η Λήμνος και ο Αϊ - Στράτης, μέχρι το 1952. Στην ποίησή του αποτυπώνεται καθαρά, γυμνή, η Υβρις προς τον Ανθρωπο.
Σκίτσο του Τάσου Λειβαδίτη, φιλοτεχνημένο από τον Γιάννη Ρίτσο

«Πέντε δίκοχα γύρω/Ο λοχαγός δίχως όνομα/
ένα παιδί γυμνό/
κρεμασμένο από τα χέρια/
αυλακωμένο το σώμα του/
κουρελιασμένο απ' τις βουρδουλιές/
μόλις πατάν' τα νύχια του στο πάτωμα/
όπως σηκώνεται κανείς να δει/
ένα κορίτσι που γελάει πίσ' απ' το φράχτη./
Ο λοχαγός τον ρωτάει./
Ο βούρδουλας καίει το πετσί/
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα/
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα/
ύστερα θυμάται/
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά/
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες/
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί/
για τόσο μεγάλες πέτρες/
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά/
δεν πρόφτασε να πιαστεί/
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες/
άνοιξε/
μια γυναίκα αλαλιασμένη/
φώναζε μονάχα: μη/
Τώρα πρέπει να μιλήσει/
για να σωθεί/
πρέπει να πάψει να θυμάται/
και να ζήσει./
Θέλει να ζήσει/
όπως θέλετε κι εσείς./
Τώρα πρέπει να μιλήσει/
για να σωθεί/
πρέπει να πάψει ν' αγαπάει/
και να ζήσει./
Ο λοχαγός λέει: μίλησε/
Ο βούρδουλας λέει: μίλησε/
η νύχτα του λέει: μίλησε/
μα η νύχτα είναι λίγη/
οι συντρόφοι πολλοί/
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα/
όπως θα κάνατε κι εσείς.»
(από το ποίημα «Μάχη στην άκρη της νύχτας»).

Μέσα στη «μεγάλη νύχτα» της Μακρονήσου, ο ποιητής, ανάμεσα στα χτυπήματα του βούρδουλα, θα μιλήσει για τους συντρόφους του:

«Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!
Οταν καμιά φορά λιποψυχάμε/
νιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας/
η ανάμνηση του χεριού τους./
Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας/
νιώθουμε κάτω απ' την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο/
σα να κρατάμε μες στα χέρια μας /
ολάκερο τον κόσμο».
(«Κάτω απ' την παλάμη μας»).

Και καθώς χτυπά ο βούρδουλας, ο ποιητής βρίσκει και τον τρόπο για να φτιάξει ένα κόκκινο γαρίφαλο από στίχους και να το προσφέρει στον βασανιστή του. Ενα γαρίφαλο φτιαγμένο από περηφάνια, από περπατησιά λαϊκής γειτονιάς, από μόχθο ανθρώπων.
Με την μοναχοκόρη του, Βάσω, στη Μακρόνησο

«Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των/ υπουργείων/το βράδυ σταματάει στη γωνιά/
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου/
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε/
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου/
κι' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις./
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/
χτύπα με αλλού/
μη σημαδέψεις την καρδιά μου./
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./
Δε θα 'θελα να το λαβώσεις.»
(«Μη σημαδέψεις την καρδιά μου. Τρία Ποιήματα»).
Ο πόνος και το αίμα των συντρόφων του γεννούν και την «Κριτική της ποίησης»:
«Ε! τι κάθεστε, λοιπόν, ποιητές/
βγείτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβείτε/
στις αμαξοστοιχίες
θα δείτε καθώς θ' απαγγέλλετε τα τραγούδια σας/
ν' ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη, σαν έν' άσπρο τριαντάφυλλο/
το γέλιο των μηχανοδηγών».
(Η «επιστροφή» στη ζωή).

1951. Επιστροφή στην πολιτεία που προσπαθεί να δέσει τις πληγές της. Ορθιες οι γειτονιές, δένουν κρυφά τις πληγές τους και σφίγγουν τα δόντια για να μην δείξουν ότι πονάνε, στον δεσμοφύλακα, που στηριγμένος στο ξένο δεκανίκι του... κρακ... κρακ... τριζοβολώντας απαίσια τις περιδιαβαίνει.

«Ο δεσμοφύλακας κοιμήθηκε/
στην πόρτα/
η νύχτα προχωράει στη νύχτα/
αδέρφια/
βασανισμένα μου αδέρφια/
χαμηλώστε/
Βάλτε τ' αυτί σας στον τοίχο/
σ' όλους τους τοίχους του κόσμου/
ν' ακούσετε αυτά τα χτυπήματα/
ν' ακούσετε την ίδια σας φωνή./
Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους/
η μέρα είναι κοντά./
Θα βαδίσουμε.»
(«Μάχη στην άκρη της νύχτας»).

Κρακ. κρακ. Το δεκανίκι και το ξυλοπόδαρο του δεσμοφύλακα, της πόλης και της ζωής μας. Η ανάσα του φόβου. Και όταν φύγει, με το αυτί ακουμπισμένο στο χώμα, προσπαθούμε να ακούσουμε από πού περνάει το ρυάκι της ζωής, πού χτυπάνε οι μυστικές φλέβες του νερού. Ενα αστέρι από πάνω μας γλυκαίνει την αγωνία της αναζήτησης. Τακ - τακ η φλέβα του νερού χτυπάει ρυθμικά. Ηχος ευγενικός, όπως η ελπίδα, η αξιοπρέπεια και ο έρωτας.

«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω/
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα./
Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου/
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;/
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της/
έναν κόσμο άδειο από σένα./
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι/
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.»
(«Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»).

Τραγούδια των ονείρων

«Για να μάθω να γράφω τραγούδια», λέει στο παραπάνω ποίημα ο Τάσος Λειβαδίτης. Κι έγραψε μέγιστα, αθάνατα τραγούδια: «Σαββατόβραδο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Δραπετσώνα», «Μάνα μου και Παναγιά», «Εχω μια αγάπη», «Λυρικά».
Βρέχει στη φτωχογειτονιά, και είναι παγωμένη τούτη η βροχή. Πάντα παγωμένη ήταν η βροχή στις φτωχογειτονιές. Δεν πειράζει. Οι άνθρωποι ζεσταίνονταν από τα όνειρα.

«Θυμάμαι το '36/
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρνει ένα καρβέλι/
ψωμί./
Αχνίζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες./
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε/
τ' άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα,/
τραγούδια/
νιώθαμε να χορταίνουμε.»
(«Ο Ανθρωπος με το Ταμπούρλο»).

Και ξανά «ανοίξαμε την πόρτα το βράδυ, τη λάμπα κρατήσαμε ψηλά», πορευόμενοι. Και ύστερα πάλι η νύχτα. Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τάσος Λειβαδίτης, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, δουλεύει σε λαϊκό περιοδικό, μεταφράζοντας σε συνέχειες τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι. Κρακ, κρακ, το κουτσό πόδι του δεσμοφύλακα με το δεκανίκι, η ανάσα του φόβου και πάλι στις γειτονιές.

«Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ' έδειχναν μόνο με το δάχτυλο, και αυτό αρκούσε. Υστερα, κάνοντας ένα κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.
Κι όταν ο κύκλος διαλυόταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος, καθ' όλα αξιαγάπητος κύριος».
(Από τον «Νυχτερινό Επισκέπτη»).

Η πόλη, η φτωχογειτονιά, τα ξεκοιλιασμένα από τις σφαίρες κτίρια, τα πρησμένα πόδια αυτών «που τους έλεγαν αλήτες», τα κουρελιασμένα ντρίλινα παντελόνια των εργατών, η μνήμη του αίματος, η εξευτελιστική για τον Ανθρωπο μυρωδιά του φόβου, άμμος στα γρανάζια του «συστήματος» στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια.

Μέρες και άλλης «κόλασης»

Μια μικρή «ανάσα» κι ύστερα, πάλι σκοτάδι, αίμα, φόβος. Χούντα και Πολυτεχνείο. Ετος 1973.

«Στον δρόμο περπατούνε αγκαλιασμένοι/
σιγομιλούνε σε κάποιο καφενείο/
κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι/
σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο».

Στην οθόνη της πόλης, η ταινία της Ελλάδας - πάντα ασπρόμαυρη - εξακολουθεί να προβάλλεται. Χωρίς ήχο. «Θα πρέπει να συνηθίσετε να βλέπετε ξανά εφημερίδες με σφυροδρέπανα αναρτημένες στα περίπτερα», γράφει η Ελένη Βλάχου, προετοιμάζοντας τους αναγνώστες της «Καθημερινής» για την κυκλοφορία, προσεχώς, του νόμιμου, πλέον, «Ριζοσπάστη». Σιωπή, επικρατεί ακόμα. Σιωπή στα σταυροδρόμια, σιωπή στην πόλη, και το μόνο που ακούγεται είναι η ανεπαίσθητη, σαν θρόισμα φύλλου, μουσική, που βγάζει ένα χέρι, καθώς χαϊδεύει τα σημάδια που άφησαν οι χειροπέδες πάνω στο άλλο και αντίστροφα.

«Αιώνια κυνηγημένοι, διωγμένοι από παντού, και μόνο το τραγούδι/
μας, καμιά φορά, θλιμμένο/
μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως/
σε σιωπηλή γυναίκα./
Γέρναμε, ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν./
Κι αλήθεια, κατά πού πέφτει η βασιλεία,/
και μόνος ο καθένας μας θ' ακούσει το ράγισμα ενός άστρου,/
αργά, τη νύχτα.»
(«Σκοτεινή Πράξη»)

Αχός μέγας ακούγεται στην πόλη. Εχει φθάσει ο πολιτικός ...«μάγος». Χρόνια περιπλανιόταν ψάχνοντας τις μαγικές συνταγές για πάσα νόσο. Και ιδού, λοιπόν, έρχεται φορτωμένος «δώρα». Σαλπιγκτές πολιορκούν τα τραγούδια. Βαρβαρισμοί πολιορκούν τη γλώσσα. Ημίγυμνες οδαλίσκες μοιράζουν λωτούς και με λάγνα βλέμματα υπόσχονται τη λήθη. Αερόστατα, ουράνια υπερωκεάνια και ολόφωτα διαστημόπλοια κάνουν τη μέρα νύχτα για να διευκολύνεται και πάλι το τσάκισμα των «ιστών» της κοινωνίας.

«Οραμα μεγάλο πάνω απ' τους δρόμους, σα φύλλα του φθινοπώρου/
σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές./
Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ' τα φώτα, τις σημαίες, τη βουή./
Γιορτάζαμε τη νίκη./
Ομως, την ίδια ώρα, κάποιος σηκώνεται μες στο σιωπηλό σπίτι, δεν/
ανάβει φως, ντύνεται και κάθεται στο σκοτάδι./
Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.»
(«Μικρό Βιβλίο για Μεγάλα Ονειρα»)

Ο ποιητής δεν μπορεί να μεθύσει με ψεύτικο κρασί. Και στρέφεται να πιαστεί από τον εαυτό του, να αποκαταστήσει τα νοήματα εντός του. Θα ψάξει να βρει ένα συνομιλητή, ή μάλλον κάποιον που να τον εμπιστεύεται για να ανοίξει την καρδιά του. Να καταθέσει την πίκρα του, να αφήσει τα δάκρυά του να κυλήσουν ελεύθερα, να λυτρωθεί.
«Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα 'ναι από μια άλλη εποχή, θα το ακουμπήσουμε στο τραπέζι αμήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι λέξεις θα 'χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρίσκεις καμιά φορά ένα επισκεπτήριο, αλλά δε θα 'χουμε μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν - και μόνο εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: "σύντροφοι" σαν ν' απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή.
Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο - με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.»
(«Ο τυφλός με το λύχνο»)

Πίκρα. Ωρες - ώρες αβάσταχτη. Δεν μπορείς να μένεις κλεισμένος μέσα. Πλένεις το πρόσωπό σου και βγαίνεις στον δρόμο.

«Υστερα έρχονται και σου λένε "τα χρόνια έφυγαν", αλλά εγώ θέλω να μου απαριθμήσετε κι εκείνα που έφυγαν μαζί με τα χρόνια - αυτό ποιος θα τ' αντέξει; Ετσι εκείνο το βράδυ έστριβα σε μια πάροδο, όταν είδα έναν άνθρωπο να τον τραβολογάνε οι αστυφύλακες, ήταν μεσόκοπος, με γενάκι "πως λέγεσαι;" τον ρωτούσαν, τσιμουδιά αυτός "αφήστε τον", είπα, "πλήρωσα εγώ με την ψυχή μου γι' αυτόν. Λέγεται Λένιν". (Παλιές ιστορίες - για να περάσει κι αυτό το βράδυ)».
(«Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου»).

Ο Τάσος Λειβαδίτης έφυγε από την πόλη φθινόπωρο, Οκτώβρη. Στις 30 του Οκτώβρη 1988. «Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Ονειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί.

«Κάποτε, καθώς φεύγεις/
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη/
θα σου 'τυχε ν' ακούσεις ξαφνικά από 'να παράθυρο/
ένα πιάνο να παίζει./
Ισως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα/
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια/
να παίζουν αυτόν τον λυπημένο σκοπό/
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες/
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις/
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε/
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν./
Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο/
ακούγοντας κάτω απ' τη βροχή-/
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι/
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου./
Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα/
τα παιδικά σου χρόνια/
οι χαμένοι έρωτες/
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις/
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε/
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν/
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου -/
να πολεμήσουν/
μαζί σου.»

Βιβλιογραφία:
  • Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση, 1, 2, 3 (εκδόσεις «Κέδρος»)
  • Σόνια Ιλίνσκαγια: «Η Μοίρα Μιας Γενιάς» (εκδόσεις «Κέδρος»)
  • «Η Ελληνική Ποίηση: Η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά» (εκδόσεις «Σοκόλη»).

Γιώργος Μηλιώνης
(Το κείμενο αυτό του Γ. Μηλιώνη προέρχεται από ραδιοφωνική ποιητική εκπομπή του, στο ραδιόφωνο του «902 Αριστερά στα FM», και αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη της 14 Γενάρη του 2001).

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Ξυπόλυτοι άγγελοι (Οχτώβρης 1940)

 Τάσσος, ΟΧΙ 1940
Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Με στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.

Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με 21 μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
.......

Οι άλλοι φωνάζανε: Πού πάτε; Βουίζαν οι άνεμοι στη νύχτα. Πού θα πάμε;
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι λάσπες.
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.

Στη φυλακή ο Χριστός των προλεταρίων
δεμένος τη σιωπή τριπλή τριχιά πιστάγκωνα στο δοκάρι της νύχτας.
Έτσι τον είδε η αυγή να ρίχνει με τα δόντια απ' του κελιού τα κάγκελα
το γράμμα του
ίσια στο γραμματοκιβώτιο της καρδιάς μας.
...Κάθε χωριό και κάθε ρεματιά
καλύβα με καλύβα πέτρα με την πέτρα...
Η σάλπιγγα. Και τρέχαν. Κι οι μητέρες βάζαν τα καλά τους.
Φορέσανε το φέσι του Μεσολογγιού. Τ' αγόρια πήραν μέτρο το σπαθί
του Παπαφλέσσα.
Τα κορίτσια ξετυλίξαν τον ήλιο πλέκοντας τις φανέλες της δόξας.
Μερονυχτίς τυπώναν τα τυπογραφεία τ' αγγελτήρια της νιότης του κόσμου.
Οι πεθαμένοι όλη τη νύχτα κουβαλούσαν  στο μέτωπο τα φυσίγγια των άστρων
και τα μωρά βοηθάγαν σπρώχνοντας τις ρόδες του καλοκαιριού.
Μια φούχτα ανθρώποι μ' ένα γράμμα σφιγμένο μες στη φούχτα της καρδιάς τους
κρεμάσανε τ' αστέρι τους πάνου στο μαύρο ντουβάρι της νύχτας
φέγγοντας να περάσουν οι λαοί προς τη μεριά του ήλιου.
ΑΘΗΝΑ, Οχτώβρης  1946

Γιάννης Ρίτσος , Συντροφικά τραγούδια, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009 , 4η έκδοση

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Μάνος Λοΐζος - Όπως ο Κερέμ (Nτοκουμέντο με τη φωνή του Ναζίμ Χικμέτ)


Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ' την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ' τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Ποίηση: Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος 

Από το κανάλι του Μάνου Ορφανουδάκη, στο Youtube

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Herman Melville: "Μόμπι-Ντικ" ― Δύο προσεγγίσεις


1. Σκέψεις για το βιβλίο "Μόμπι-Ντικ", το αριστούργημα του Herman Melville

Όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου, θυμάμαι στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς μου το Μόμπι-Ντικ· θυμάμαι πόσο επιθυμούσα να διαβάσω το βιβλίο, και πόσο με φρέναρε ο όγκος του. Σκεφτόμουν: γνωρίζω την ιστορία από τη διασκευή (Κλασσικά Εικονογραφημένα), έχω δει την ταινία και με συνεπήρε, μα φοβάμαι τη μακρηγορία. Ένα βιβλίο 909 σελίδων! Όσο όμως διάβαζα το βιβλίο καταλάβαινα πόσο είχα πέσει έξω. Η γλώσσα του έσπαγε το κέλυφος μιας χρόνιας εσφαλμένης εντύπωσης. Υπάρχει μια γλώσσα που μιλά ο άνθρωπος που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και εσωκλείει όλα τα θέματα που τον απασχολούν. Οι χυμοί της γλώσσας κυλούν −και με καταλύτη το χιούμορ− αστείρευτοι στις φλέβες ενός οργανικού συνόλου, που ακολουθεί, διαμορφώνει, και υποτάσσει μια ζωή ενιαία, όσο κυματιστή κι αν είναι. Αυτός είναι ο Μόμπι-Ντικ.
           
Η ιστορία είναι γνωστή. Ο θρυλικός καπετάνιος Αχαάβ κυνήγα τη μεγάλη άσπρη φάλαινα ονόματι Μόμπι-Ντικ. Την κυνηγά με μανία και μάλιστα σ’ ένα κυνήγι τη στιγμή που σημαδεύει με το καμάκι το σώμα της, του κόβει το πόδι. Κι εκείνος σκυθρωπός και πληγωμένος μπαρκάρει πλέον μ’ ένα φιλντισένιο πόδι.          
            
Για ένα τέτοιο ταξίδι μπαρκάρει ο κύριος αφηγητής που προφανώς είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Περισυλλογή και νερό είναι ενωμένο για πάντα μας λέει πριν ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι ο Ισμαήλ. Μόλις παρατηρήσει στον εαυτό του συμπτώματα υποχονδριακά, που στο μυαλό σχηματοποιούνται σε «ηθικούς» φραγμούς, σε δικαιολογίες ώστε να μη βγαίνει στον έξω κόσμο, αποφασίζει πως είναι η ώρα για ταξίδι, για να μην κυκλωθεί εντελώς από τα φαντάσματα των σκέψεών του. Πρώτη στάση πριν το ταξίδι είναι το Πανδοχείο του Φυσητήρα μ’ εκείνη τη μεγάλη ελαιογραφία που παρασταίνει ένα μισοβυθισμένο πλοίο και μια εξαγριωμένη φάλαινα. Από εκεί ο Ισμαήλ ξεκινά να ξεπερνά τις προκαταλήψεις του· ο Πανδοχέας διαθέτει μόνο ένα διπλό κρεβάτι, το οποίο πρέπει να μοιραστεί μ’ έναν νέγρο που τα πρωινά λείπει στην αγορά για να πουλήσει ανθρώπινα κεφάλια! Την ώρα που τον βλέπει μέσα στο σκοτάδι τρομάζει, καταφέρνει όμως με τους συλλογισμούς του να καταλύσει τον τρόμο που εκπέμπουν τα  αλλόκοτα φερσίματά του. Θα δοκιμάσω έναν ειδωλολάτρη για φίλο, σκέφτηκα, αφού η χριστιανική φιλία έχει αποδειχτεί κούφια ευγένεια. Ο Κουίκουεγκ και ο Ισμαήλ καταλήγουν οι καλύτεροι φίλοι ανάμεσα σ’ ένα πλήρωμα που τους κοιτά απορημένο.
            
Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Ισμαήλ μαζί με το πλήρωμα αντιμετωπίζει, το μπουρίνι, τα μπαταρίσματα του πλοίου, ονόματι Πίκουοντ ,σα φάντασμα. Θεωρεί πως πρέπει να ζει σα φάντασμα, σα να ’χει ξεγράψει τον εαυτό του για να μπορέσει να βγαίνει ζωντανός από τις βουτιές στο θάνατο. Είτε βρίσκεται στον Ισημερινό είτε στον Πόλο συμβουλεύει τον αναγνώστη να διατηρεί το αίμα του σε σταθερή θερμοκρασία. Οι εμπειρίες του έχουν ως βάση την πορεία μιας σκληρής εργασίας που παρατείνεται πέραν την καθαρόαιμης ναυτικής. Εργασία με σκοπό ν’ αφαιρεθεί το λίπος από τη φάλαινα και να αποθηκευτεί ως λάδι σε βαρέλια στο αμπάρι. Εργασία που περιγράφεται με ζωντάνια και λεπτομέρεια και δημιουργεί μεταξύ του πληρώματος ισχυρούς δεσμούς· σα να ζουν μια ζωή κάπως πρωτόγονη, κοινή με λιγότερο αυστηρή πειθαρχία από εκείνη των εμπορικών πλοίων, αλλά και μια εργασία κωμικά επικίνδυνη όταν ο Ισμαήλ βρίσκεται δεμένος με μια βοηθητική τριχιά στη ζώνη του, με την οποία τραβά τον Κουίκουεγκ την ώρα που εργάζεται πάνω στο κουφάρι της φάλαινας. Όμως το ζούληγμα του σπερματσέτου, του προϊόντος αυτής της επίπονης εργασίας, πυροδοτεί χαρά στον Ισμαήλ. Όσο ζουλά το σπερματσέτο μέσα σ’ αυτή την κολυμπήθρα νιώθει απόλυτα καθαρός από κάθε μνησικακία, παραφορά ή κακία. Παράλληλα ανιχνεύει την αλλοτρίωση την οποία υφίσταται ο άνθρωπος από την ειδικότητά του. Ο ξυλουργός του καραβιού είναι ένα πολυεργαλείο, πλάθει τον εαυτό του μονάχα από την ειδικότητα, η οποία αποτελεί και την πηγή ζωής μέσα του. Κι επειδή ο Ισμαήλ συνδυάζει την εργασία ως μέλος του πληρώματος με την εργασία του δασκάλου παραθέτει παράλληλα με το ταξίδι και τις γνώσεις του περί φαλαινών και φαλαινοθηρίας. Για τον Ισμαήλ, οι φαλαινοθήρες, ενώ είναι το πιο σκληρό επάγγελμα στη θάλασσα, χαρακτηρίζονται αδίκως: Είναι όμως χασάπηδες που κυνηγούν σπερμοφάλαινες για να γεμίσουν τ’ αμπάρια του πλοίου με το λάδι τους. Μ’ αυτό το γλυκό λάδι λούζονται όμως οι βασιλιάδες: Πράγματι, ένας ώριμος άντρας που χρησιμοποιεί λάδι για τα μαλλιά, αν δε το χρησιμοποιεί σα φάρμακο, ένας τέτοιος άντρας έχει, ως φαίνεται, κάποια μαλθακότητα μέσα του. Κατά κανόνα δεν αξίζει τίποτα ολόκληρος.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Μαρτυρίες του Γιώργου Κοτζιούλα από την περίοδο του εμφυλίου

Ο Γιώργος Κοτζιούλας τους πρώτους μήνες της κατοχής γνώρισε πολλές στερήσεις και τον κίνδυνο του θανάτου. Για να γλιτώσει από την πείνα, που άρχισε να εμφανίζεται στην Αθήνα, γύρισε στο χωριό του, την Πλατανούσα  Άρτας στις  26 Νοέμβρη του 1941, από το οποίο έλειπε οχτώμιση χρόνια. Η διαδρομή που ακολούθησε μέσω Θεσσαλίας κράτησε μέρες και είχε ταλαιπωρίες. Από την Πλατανούσα πότε πήγαινε στην Άρτα και πότε στα Γιάννινα, για να σπάει την απομόνωση. Στα Γιάννινα συνδέονταν με το Γυμνασιάρχη της γεραράς «Ζωσιμαίας Σχολής» Χρίστο Ι. Σούλη, ιστορικό και λαογράφο, προς τον οποίο ο Κοτζιούλας έτρεφε μεγάλη εκτίμηση.

[…]Ανάλογη ήταν και η αγάπη του Σούλη προς τον πατριώτη του ποιητή, φιλόλογο και λατινιστή. Στο σπίτι του Σούλη ο Κοτζιούλας εύρισκε φιλοξενία, θαλπωρή και συντροφιά, στοιχεία απαραίτητα στα χρόνια της κατοχής. Για τα αριστερά του φρονήματα η δικτατορία Μεταξά δεν τον διόρισε (σημ. ιστολογίου: καθηγητή στη Μέση Εκπαίδευση. Ο Κοτζιούλας ήταν πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)). Ο Σούλης τον έπεισε και υπέβαλε αίτηση διορισμού.

[…]Στο διάστημα αυτό ο Κοτζιούλας είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ, στο οποίο ήταν ενταγμένος και ο Σούλης. […] Τον Οκτώβρη του 1942 ο Κοτζιούλας διορίστηκε καθηγητής στη «Ζωσιμαία Σχολή» Ιωαννίνων. Όταν του κοινοποιήθηκε το έγγραφο διορισμού, αφού το διάβασε το ξέσχισε λέγοντας:

«Εγώ τώρα έχω να διδάξω σε μεγάλα παιδιά, στα παιδιά του Ε.Α.Μ.»

Στις αρχές του 1943 βγήκε στο βουνό με την πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ της οποίας ήταν εκπρόσωπος του ΕΑΜ. Στρατιωτικός αρχηγός της ομάδας ήταν ο συγχωριανός του και φίλος Γιάννης Παπανικολάου μόνιμος ανθυπολοχαγός και καπετάνιος ο Γάκης Σπύρος, ένα παλικάρι αψύ και αράθυμο, που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών για τις ενέδρες που τους έστηνε στο δημόσιο δρόμο Γιάννενα – Πρέβεζα.

[…]Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ο Κοτζιούλας επέστρεψε στην Αθήνα. Η Αθήνα ίδια και χειρότερη. Εδώ τον περίμενε μια φριχτή βιοπάλη. Ανεργία, στερήσεις, φτώχεια, ανελεύθερα μέτρα, διώξεις. Μια μέρα του 1948 τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί και τον οδήγησαν στον εισηγητή του στρατοδικείου της Λάρισας κατηγορούμενο για αντάρτικη δράση. Είχε γίνει όμως παρεξήγηση, γιατί το ένταλμα της σύλληψης αναφερόταν σε αντάρτη Κατζιούλα. Η περιπέτεια αυτή του στοίχισε και τον πίκρανε βαθιά.

Τις μαρτυρίες του Κοτζιούλα για την εμφυλιοπολεμική περίοδο και τη στερημένη ζωή του εκείνης της εποχής τις αντλούμε από τα γράμματα, που έστειλε στο φίλο του, Βυζαντινολόγο, Βαλκανιολόγο και Σλαβολόγο Γιώργο Χρ. Σούλη στη Αμερική, το χρονικό διάστημα 1947-1949.

Ο Γιώργος Χρ. Σούλης δευτερότοκος γιος του Γυμνασιάρχη Χρίστου Ι. Σούλη γεννήθηκε στα Γιάννινα το 1927. Φιλομαθέστερος και έχοντας για ζωντανό παράδειγμά και πρότυπο τον πατέρα του, από μαθητής  του γυμνασίου είχε διαμορφωθεί σε ερευνητή της νεοελληνικής φιλολογίας και ιστορίας. Από μικρός είχε το ταλέντο της γλωσσομάθειας. Μαθητής γυμνασίου είχε μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Μετά την απελευθέρωση γράφτηκε και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εδώ διακρίθηκε στις φροντιστηριακές ασκήσεις. Ο μεγάλος του έρωτας ήταν τα σπουδαστήρια, οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία.

Πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα έφυγε για την Αμερική, όπου η εξέλιξή του ήταν αλματώδης. Στην αρχή φοίτησε στο Tufes College των Ηνωμένων Πολιτειών. Ύστερα από αλλεπάλληλες υποτροφίες και τιμητικές διακρίσεις συμπληρώνει τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Columpia και του Harvard, όπου πήρε και το διδακτορικό του δίπλωμα. Οι σπουδές του ήταν Βυζαντινολογία, Βαλκανιολογία και Σλαβολογία. Εδώ έμαθε και τις γλώσσες Ρωσικά, Βουλγαρικά, Τσεχικά και Περσικά, απαραίτητες για τις έρευνές του. Το 1962 καταλαμβάνει την έδρα της Βυζαντινής και Σλαβικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Indiana. Το 1963 σταλμένος από την Αμερική βρίσκεται στο Leningrad ως ξένος εταίρος του Ιστορικού Ινστιτούτου και παραμένει ένα χρόνο. Το 1965 είναι καθηγητής της Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Σλαβικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλλιφόρνιας, στο Berkeley. Εδώ ύστερα από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 39 χρονών τερματίζει πολύ πρόωρα τη ζωή του. Έτσι η Βυζαντινολογία, η Βαλκανιολογία και η Σλαβολογία έχασαν ένα μεγάλο ερευνητή.

Με τον ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα ο Γιώργος Χρ. Σούλης συνδεόταν με αδελφική φιλία. Στην Αθήνα η συντροφιά τους ήταν καθημερινή. Φεύγοντας ο Σούλης για την Αμερική ο Κοτζιούλας του αφιέρωσε ένα επίγραμμα με τον τίτλο:

ΣΤΟΝ ΣΟΥΛΗ ΤΟΝ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ

Άγουρε που γονοκρατάς από τους Χουλιαράδες
κι είχες ευκή σου πατρική να ντέσεις με φυλλάδες,
δείξ’ τους κι αυτού στην ξενητιά, παράξιε μου                                                                         πατριώτη,
πως πρώτοι στ’ άρματα, είμαστε, μα και στην πένα                                                                             πρώτοι.

Ο Σούλης με τον Κοτζιούλα είχαν συχνή αλληλογραφία στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου. Από την εμφιλιοπολεμική αυτή περίοδο παραθέτω τα γράμματα του Κοτζιούλα προς το Σούλη. Περιέχουν μέσα τους όλη τη δραματικότητα εκείνης της εποχής. Είναι τα γράμματα αυτά το χρονικό της εμφύλιας σύρραξης των Ελλήνων. Ο ιστορικός, ο φιλόλογος, ο ψυχολόγος και ο κοινωνιολόγος θα αντλήσουν πολύτιμα στοιχεία για το μεγάλο αυτό δράμα, που οι πληγές του για να επουλωθούν θα περάσουν πολλές γενιές. (Νίκος Β. Κοσμάς - Από την εισαγωγή του βιβλίου)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
(Σημ. ιστολογίου: Στη μεταγραφή τηρήθηκε η ορθογραφία της έκδοσης)


Αθήνα 10/2/47
Αγαπητέ Γιώργο,

[…]Ας σου γράψω, αφού ζητάς, και λίγα νέα δικά μου. Κατέβηκα από πάνω αργά, στις αρχές του Νοέμβρη, παρατείνοντας επίτηδες ως τότε τον «παραθερισμό» μου, γιατ’ ήξερα τι με περίμενε άμα κατέβω. Και ω του θαύματος! Εκείνο που φοβόμουν δεν μπορούσα να το αποφύγω. Όσο για το δωμάτιο, τρόμαξα να βρω ένα χάνι κοντά στον Υμηττό, σ’ ένα μέρος σχεδόν ακατοίκητο, χωρίς τραπέζι, καρέκλα, φως, ούτε καμινέτο για να βράζω έναν καφέ. Πέρασα εκεί, στη αρχή σε πλακάκια και μόλις τώρα βρήκα για 40.000 δρχ. ένα δωμάτιο σε ταράτσα, στο Παγκράτι, με διαστάσεις 1,70x1,50. Ίσα ίσα που με χωράει δηλαδή, αφού δεν παίρνει μέσα ούτε ένα ράντζο. Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που το κατοικεί, γιατί πριν από μένα έμεναν εκεί περιστέρια. Δεν εγκαταστάθηκα ακόμα στο διαμέρισμά μου, γιατί πρέπει να κουβαλήσω πρωτύτερα τάβλες για χάμου, να γεμίσω το στρώμα, να μεταφέρω προσκέφαλο, και όλ’ αυτά με τα πόδια γιατί δεν τα παίρνουν στ’ αυτοκίνητα. Ελπίζω όμως να έχω τουλάχιστο εδώ την ησυχία και την ασφάλειά μου, που έλειπε εκεί στην ερημιά. Όσο για εργασία εξακολουθώ να μη βρίσκω, παρ’ όλο που γυρεύω παντού. Μονάχα αυτόν τον μήνα έχω θετικώτερες ελπίδες να μου δώσουν κάτι διορθώσεις από δύο τυπογραφεία που, αν τις πάρω, θα βγάζω το ψωμί μου. Ως τώρα όμως, δυο μήνες, δεν κέρδιζα τίποτα από πουθενά και ζούσα μονάχα από φιλοξενίες, δανεικά κ.λπ.
Καθώς βλέπεις, ο νεοφασισμός της Ελλάδας μας καταδίκασε σε μια αθλιότητα που είναι αδύνατο να τη συλλάβει ξένος νους. Σε βεβαιώνω πως κι εγώ ακόμα, που υπόφερα στη ζωή μου πολλά, δε θυμάμαι να πέρασα τέτοια φτώχεια ούτε στα πιο δύστυχα χρόνια της νιότης μου. Εννοείς πως η πνευματική παραγωγή μου, παρ’ όλο που έχω διάθεση, επειδή μου λείπουν τα μέσα, δεν πάει με γρήγορο ρυθμό. Μονάχα το χινόπωρο έγραψα μια σειρά ποιήματα που κι αυτά δεν έχω τρόπο να τα εκδώσω. Τ’ άφησα λοιπόν να κοιμούνται. Αλλά δεν απογοητεύομαι. Θάρθει καιρός…[…]

Σε φιλώ
Γ. Κοτζιούλας


Αθήνα 5/4/47
Φίλτατε Γιώργο,

[…]Γιώργο, από το τελευταίο μου γράμμα ως το σημερινό σημειώθηκε κάποια βελτίωση στην κατάστασή μου. Πρώτα πρώτα έχω δωμάτιο δικό μου, εκείνον τον περιστερώνα που σου έλεγα, νομίζω. Άλλο αν πασκίζω μέρες για να μαζέψω το νοίκι, 40 χιλιάδες παρακαλώ. Μόλις με χωράει να κοιμηθώ. Δεν υπάρχει χώρος για τραπέζι ούτε για κρεβάτι καν έτσι κοιμάμαι στρωματσάδα. Το σπουδαιότερο είναι ότι έπιασα και δουλειά. Για να μην τρέχει όμως ο νους σου στα πολλά, σε πληροφορώ πως δεν πρόκειται παρά για ένα τάληρο την ημέρα, να κουτσοτρώω δηλαδή. Και τι νομίζεις πως κάνω; Εκτελώ χρέη ειδικού γραμματέα σ’ ένα επαγγελματικό σωματείο. Κρατάω βιβλία και τα λοιπά, δουλιά πολύ ποιητική, όπως βλέπεις. Τι να κάνουμε, δε μας πετυχαίνει τίποτε καλύτερο σε τέτιες περιστάσεις. Η αμέσως προηγούμενη «ταχτική» εργασία που είχα πιάσει ήταν το 1937, ημερομίσθιο με 30 δραχμές μεροκάματο. Δεν είμαστε άξιοι εμείς για περισσότερα, έτσι φαίνεται. Κι αφού δεν είμαστε σαρκοβόρα (κανίβαλοι), πρέπει να φυτοζωούμε. Μ’ αυτά που λέω δεν καταφέρομαι κατά των ανθρώπων του σωματείου, που δεν έχουν περισσότερα, αλλά τα βάνω με την τύχη μου και  μ’ εκείνους που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάντια.
Στίχους γράφω ολοένα και μου έγιναν βάρος πια, γιατί πληθαίνουν και δεν έχω πώς να τους τυπώσω. Σ’ ευχαριστώ για τις ενέργειές σου στην κυρία Σικελιανού, και μακάρι ν’ ανοίξει τη σακούλα της αυτή η Αμερικάνα που έχει κιόλας στο ενεργητικό της την ανάδειξη ενός σπουδαίου ποιητή. Αλλά η πείρα με δίδαξε να ‘μια επιφυλαχτικός απέναντι σε πλούσιες προσδοκίες.
[…]Τελειώνοντας σου ξαναλέω πως η θέση μου άρχισε κάπως να σιάζει κι αν πάρω ακόμα τη διόρθωση ενός βιβλίου, όπως ελπίζω, θα διορθωθεί ακόμα περισσότερο, παρά τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν γενικώτερα στην πατρίδα μας.

Σε φιλώ
Γ. Κοτζιούλας

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Brendan Behan – Μίκης Θεοδωράκης: Ένας όμηρος


“Τον Οκτώβριο του 1961 έφτανε στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη, που τότε βρισκόταν στο Παρίσι, ένα θεατρικό έργο εμπνευσμένο από τον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού, που περιείχε και μια σειρά ποιημάτων.

Ηταν το έργο του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν «Ενας Ομηρος», σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα - Βούλας Δαμιανάκου. Εργο και ποιήματα (15 τον αριθμό) άρεσαν στον συνθέτη, που προχώρησε αμέσως στη μελοποίησή τους.

«Το γελαστό παιδί»

Εξι μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1962, το έργο παρουσιαζόταν από το «Κυκλικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά (που είχε κάνει την πρόταση στον συνθέτη), σε σκηνοθεσία του ίδιου, σκηνικά - κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη, με την Ντόρα Γιαννακοπούλου στα τραγούδια, σημειώνοντας μεγάλη καλλιτεχνική κι εμπορική επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο, τα τραγούδια με τη Γιαννακοπούλου και τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα βγήκαν σε δίσκο (από την Columbia) και στη συνέχεια με τη φωνή του ίδιου του συνθέτη, με εξώφυλλο του Α. Τάσσου (από τη Lyra) και ταυτόχρονα από δύο γαλλικές δισκογραφικές εταιρείες. Δέκα χρόνια αργότερα (1972) ερχόταν να προστεθεί ακόμη μία εκτέλεση, από γαλλική επίσης εταιρεία, με τη Μαρία Φαραντούρη. Εργο και, κυρίως, τραγούδια (με κυρίαρχο «Το γελαστό παιδί») είχαν, στα χρόνια που ακολούθησαν, μεγάλη απήχηση, καθώς συνδέθηκαν και με ελληνικά συμβάντα. Αλλά πριν, μερικά για το έργο:

Το «Ενας Ομηρος», που ο Μπίαν έγραψε το 1958, όπως ήδη αναφέρθηκε είναι εμπνευσμένο από τον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού κατά των Βρετανών, που δυνάστευαν το νησί επί 700 χρόνια. Αγώνας που υποχρέωσε το 1922 τους Βρετανούς ν' αποχωρήσουν κρατώντας ένα μικρό μέρος (το 1/6) της χώρας -και το πιο πλούσιο- στα βόρεια, και αυτός είναι ο λόγος του συνεχιζόμενου αγώνα των Ιρλανδών. Στον αγώνα αυτόν συμμετείχε και ο Μπίαν, με συνέπεια να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε φυλάκιση 9 ετών. Τελικά έφυγε από τη ζωή το 1964, στα 41 του, χτυπημένος από τη μεγάλη του αδυναμία, το αλκοόλ.

Κόλινς, ο επαναστάτης

Στον ίδιο αγώνα συμμετείχε, ως ηγετικό στέλεχος, και ο Μάικλ Κόλινς, από τα ιδρυτικά μέλη του IRA. Πολιτικοί, ωστόσο, τον παγίδεψαν και στον εμφύλιο που ακολούθησε ο Κόλινς δολοφονείται σε ηλικία μόλις 32 ετών (εξ ου και οι στίχοι «σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί», προσωνυμία που του είχε δοθεί από τους οπαδούς του), για να καταξιωθεί στη συνείδηση του ιρλανδικού λαού ως ήρωας.

Το «Γελαστό παιδί», ο δολοφονημένος ήρωας
του ιρλανδικού απελευθερωτικού αγώνα Μάικλ Κόλινς
(από το αρχείο της Ιρλανδής συγγραφέως και
μεταφράστριας Αμι Μιμς - Σιλβερίδη)
Ο βίος και ο αγώνας του Κόλινς πέρασαν και στον κινηματογράφο το 1996, από τον συμπατριώτη του, Νιλ Τζόρνταν, με τίτλο «Μάικλ Κόλινς ο επαναστάτης», με τον Λίαμ Νίσον στον επώνυμο ρόλο, αποσπώντας Χρυσό Λιοντάρι καλύτερης ταινίας και βραβείο καλύτερης ερμηνείας στον Νίσον στο Φεστιβάλ Βενετίας, ενώ απέσπασε και Οσκαρ καλύτερης φωτογραφίας και μουσικής. Στην Ελλάδα το «Γελαστό παιδί» συνδέθηκε με τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη από τους παρακρατικούς το 1963 -πολύ περισσότερο όταν ο Κώστας Γαβράς το χρησιμοποίησε ως βασικό μουσικό μοτίβο στην ταινία του «Ζ», ενώ στο ίδιο τραγούδι, με τη φωνή της Φαραντούρη, ο στίχος «σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί» έγινε «σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί». Φαραντούρη και Γιαννακοπούλου το περιελάμβαναν στις συναυλίες που έδιναν στη διάρκεια της δικτατορίας στο εξωτερικό.

Αλλά υπάρχει μια σύνδεση και με ένα άλλο τραγούδι του έργου, το «Ηταν 18 Νοέμβρη» -αυτό σχετικά με τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 (πριν από 38 χρόνια, τις ημέρες αυτές), όπου το «ήταν 18 Νοέμβρη» έγινε «ήταν 17 Νοέμβρη» (η νύχτα που η χούντα μακέλεψε το Πολυτεχνείο).

Ας δούμε, κλείνοντας, τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για τον «Ομηρο» (στο βιβλίο του «Το χρέος»). Αφού το χαρακτηρίζει ως «αριστούργημα της ιρλανδικής θεατρικής τέχνης», «υπόδειγμα σύγχρονου δραματικού έργου» και «τέλειο υπόδειγμα για τη σύγχρονη λαϊκή τραγωδία», προσθέτει: «Ο Μπίαν εμπνέεται από τον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού. Δεν μένει όμως εκεί αλλά [...] υψώνει μια σπαρακτική κραυγή μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε απλά εξαρτήματα ενός αποτρόπαιου και στυγνού μηχανισμού που ζει με σάρκες και δάκρυα».” (1)


ΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ - 1962
Τραγουδάει ο συνθέτης.
("κλικ" δίπλα από κάθε τίτλο για να ακούσετε το τραγούδι)

01. ΕΙΣΑΓΩΓΗ (οργανικό) 00:00
02. ΗΤΑΝ 18 ΝΟΕΜΒΡΗ 01:22
03. ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ 02:41
04. ΔΕΝ ΕΧΕΙ Η ΓΗ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΕΣΗ 04:40
05. ΑΝΟΙΞΕ ΛΙΓΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ 06:12
06. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΘΕΣΗ Η ΓΗ (Τη μάνα σου μην την πετροβολάς) 10:28
07. ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ 12:30
08. ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΘΥΜΑΜΑΙ 15:40
09. ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΕΝΑ ΤΟΠΙ ΧΡΥΣΟ 18:32
10. ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΩ ΜΑΝΑ 21:38
11. ΘΕΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΠ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 23:21
12. ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΕΔΩ ΚΑΝΕΙΣ 24:47
13. ΕΙΜΑΙ ΑΓΓΛΟΣ ΝΙΟΣ ΚΑΙ ΤΥΧΕΡΟΣ 28:10
14. ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΟ ΣΩΤΗΡΑ ΜΟΥ 30:40
15. ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ (οργανικό) 32:31
16. ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ 34:34
17. ΠΟΙΟΣ ΔΕ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΠΡΗ - Χορωδία 38:03



https://www.youtube.com/playlist?list=PLC86C0A011F694573
  ΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ - 1966
Τραγουδάει η Μαρία Φαραντούρη
("κλικ" στην εικόνα με το εξώφυλλο του δίσκου για να επιλέξετε τραγούδι) 


Brendan Behan - Μπρένταν Μπίαν

“Ανθρωπος γεμάτος ένταση και ορμή, με ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία, με μια μόνιμα στραβομουτσουνιασμένη έκφραση κι ένα μπουκάλι στο χέρι (που άλλωστε τον πέθανε στην ηλικία των 41)” (2), ο Brendan Behan - Μπρένταν Μπίαν, Ιρλανδός ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος γεννήθηκε το 1923 και πέθανε το 1964.

“Στις αυτοβιογραφικές του νουβέλες «Στο σωφρονιστήριο» (1958) και «Εξομολόγηση ενός Ιρλανδού επαναστάτη» που δημοσιεύτηκε το 1965, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, ο Μπίαν περιέγραψε τη συμμετοχή του στην παράνομη δράση των Ιρλανδών επαναστατών κατά τη δεκαετία του 1930 και την ιδιαίτερη σκληρότητα των αγγλικών στρατευμάτων απέναντι στο λαό της Ιρλανδίας. Στα έργα του περιγράφει ακόμη με ιδιαίτερο ρεαλισμό τη ζωή στις αγγλικές φυλακές, όπου έζησε περίπου εννέα χρόνια καταδικασμένος για τη συμμετοχή του στο απελευθερωτικό κίνημα.” (3)

1)     Δημήτρης Γκιώνης, Ελευθεροτυπία
2)     Πανδοχείο

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Αλέχο Καρπεντιέρ - Ένας στρατευμένος συγγραφέας

Ο Αλέχο Καρπεντιέρ γεννήθηκε το 1904 στην Αβάνα. Ηταν γιος ενός Γάλλου και μιας Ρωσίδας. Τα νηπιακά του χρόνια τα έζησε στην Αβάνα. Επειτα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στην Κούβα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εξαιτίας της οξύτατης κριτικής για το δικτάτορα Ματσάδο φυλακίστηκε για ένα χρόνο (1927 - 1928).
Μετά την αποφυλάκισή του πήγε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με το κίνημα του σουρεαλισμού. Η επίδραση του σουρεαλισμού είναι εμφανής στα πρώτα λογοτεχνικά βήματά του. Αργότερα τον αποκήρυξε, ως παρακμιακό.
Οταν επέστρεψε στην Κούβα, παρά την ανατροπή του Ματσάδο, το πολιτικό κλίμα ήταν χειρότερο από ποτέ. Πικραμένος εγκατέλειψε ξανά τη χώρα και εγκαταστάθηκε στη Βενεζουέλα. Επέστρεψε οριστικά στην Κούβα το 1959, μετά το θρίαμβο της Κουβανέζικης Επανάστασης, την οποία υπηρέτησε ως διευθυντής των Εθνικών Εκδόσεων και αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Κουλτούρας. Πέθανε το 1980 στο Παρίσι, όπου υπηρετούσε σαν πολιτιστικός ακόλουθος της κουβανέζικης πρεσβείας.
Το 2004 έκλεισαν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Επιστρέφοντας στον Αλέχο Καρπεντιέρ ανακαλύπτουμε μια λογοτεχνία χωρίς σύνορα. Τα έργα του «Ο αιώνας των φώτων» και το «Βασίλειο αυτού του κόσμου» θεωρούνται «κλασικά». Ο Κουβανέζος μουσικολόγος και συγγραφέας γνώριζε την τέχνη διαπερνώντας το τοπικό να επιτυγχάνει το οικουμενικό. Ηταν ποτισμένος με την ικανότητα της παρατήρησης του ανθρώπου, των τεχνών και της ιστορίας του 20ού αιώνα. Στο «στρατευμένο» ανθρωπιστικό έργο του Καρπεντιέρ εκφράζονται οι αιώνιοι πόθοι της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, αλλά και οι υπαρξιακές θλίψεις της ανθρώπινης ψυχής.
Μεγαλωμένος μέσα σε ένα μορφωμένο περιβάλλον, ο Καρπεντιέρ αφομοίωσε τη δυτική κουλτούρα και συγχρόνως έσκυψε, από τη νιότη του, πάνω στην τοπική λαϊκή παράδοση της χώρας του. Οι άνεμοι της ανανέωσης της τέχνης, ο απόηχος των μεγάλων πολιτικών γεγονότων της δεκαετίας του 1920 στην Ευρώπη, φτάνουν στην Κούβα και ξυπνούν το πνευματικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον της γενιάς του 1920, στην οποία συμμετέχει ο Καρπεντιέρ. Για τους Κουβανέζους διανοούμενους ανανέωση σημαίνει αναζήτηση και ανακάλυψη της εθνικής τοπικής συνείδησης.
Επικεφαλής αυτής της τάσης είναι ο Φερνάντο Ορτις, ο οποίος προτρέπει τους νέους διανοούμενους να αποκτήσουνε μια νέα αντίληψη για το δικό τους κόσμο, επανεκτιμώντας τον περιφρονημένο κουβανέζικο κόσμο, κόσμος που θα επιδράσει και σε άλλες πολιτιστικές εκφράσεις, όπως είναι η θρησκεία, ο χορός και η μουσική.
Ο συγγραφέας υιοθετώντας αυτές τις απόψεις, έχοντας διαμορφώσει την πολιτιστική και ιδεολογική του συνείδηση, υποστηρίζει από το Παρίσι: «Πρέπει να βρούμε το οικουμενικό στα σπλάχνα του τοπικού και στο τυχαίο και περιορισμένο το αιώνιο».
Μεγάλη είναι η συμβολή του στη διαμόρφωση της πολιτιστικής συνείδησης όχι μόνο της Κούβας, αλλά και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. Η πολιτιστική συνείδηση αποτελεί τη βάση για την απόκτηση εθνικής συνείδησης, απαραίτητης στους αγώνες των λαών για την υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας.
Στον περίφημο πρόλογό του (1949) στο έργο του «Το βασίλειο αυτού του κόσμου» γράφει με μορφή μανιφέστου, αναφερόμενος σε ένα ταξίδι του στην Αϊτή: «Σε κάθε βήμα έβρισκα το πραγματικό θαυμαστό... Ομως, σκεφτόμουν επιπλέον πως αυτή η παρουσία και η δύναμη του πραγματικά θαυμαστού δεν ήταν προνόμιο μόνο της Αϊτής, αλλά κληρονομιά ολόκληρης της Αμερικής, όπου ακόμη δεν έχει σταματήσει η παραγωγή κοσμογονιών. Το πραγματικά θαυμαστό βρίσκεται σε κάθε βήμα στην ιστορία της ηπείρου».
Επιστρέφοντας οριστικά στην Κούβα, το 1959, στρατεύεται στην υπηρεσία της Επανάστασης, την οποία υπηρετεί πιστά μέχρι το θάνατό του. Μαχόμενος μαρξιστής - κομμουνιστής συνεχίζει το έργο του, το οποίο γίνεται πιο γόνιμο ιδεολογικά και πολιτικά. Στα έργα αυτής της περιόδου αναλύει όλα τα ιστορικά γεγονότα, από την ανακάλυψη της Αμερικής μέχρι την Κουβανέζικη Επανάσταση. Η Γαλλική Επανάσταση και ο απόηχός της στην Καραϊβική, η ανεξαρτησία της Αϊτής, οι ναπολεόντειες επεμβάσεις, η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος και πολλά άλλα γεγονότα τον απασχόλησαν. Η ανάλυση των δικτατοριών και των δικτατόρων της Λ. Αμερικής καλύπτει μεγάλο μέρος των έργων του.
Ο Καρπεντιέρ πίστευε ότι φύση, κουλτούρα, αισθητική, ράτσα και πολιτική είναι διαφορετικοί τρόποι για να ονομάσεις το ίδιο πράγμα. Το θαύμα της πραγματικής Αμερικής...
Σήμερα τη μεγάλη αξία του έργου του αναγνωρίζουν και οι ιδεολογικο-πολιτικοί αντίπαλοι της Κούβας, όσο κι αν κάποιοι θαυμαστές του έργου του στέκονται μόνο στην αισθητική αξία, υποβαθμίζοντας το ιδεολογικό του περιεχόμενο. Πέραν, όμως, της αισθητικής αξίας, εκείνο που μετράει στις μέρες μας είναι το μήνυμα που εκπέμπει τα σύνολο του έργου του. Ο άνθρωπος καταξιώνεται μέσα από το λαό του και την ιστορία του. Συγχρόνως η δική του ιστορία είναι και ιστορία ολόκληρου του κόσμου, όλων των λαών που αγωνίζονται για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και ελευθερίας τους.

Κική Αλεξοπούλου
Ριζοσπάστης, 27 Φλεβάρη 2005

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ο άρχοντας του μακάβριου και… «το κοράκι»

Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe), γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1809 και πέθανε στις 7 Οκτωβρίου 1849. Ήταν Αμερικανός συγγραφέας, ποιητής και κριτικός. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. To λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας.

Ο Edgar Allan Poe γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1809 στην πόλη της Βοστόνης, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, το δεύτερο από τα τρία παιδιά των ηθοποιών γονιών του. Ένα χρόνο μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του, David, εγκαταλείπει την οικογένεια. Η μητέρα σου σύντομα πεθαίνει από φυματίωση και ο μικρός Edgar χωρίζεται από τα αδέρφια του, αφού τον αναλαμβάνει η οικογένεια Allan στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια.

Η οικογένεια Allan ήταν αρκετά εύπορη και ο Edgar έζησε μια καλή ζωή μαζί τους, σύμφωνα με ορισμένους βιογράφους του. Ως ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης προς τη θετή του οικογένεια προσέθεσε το Allan στο επώνυμό του. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ του Edgar και του θετού του πατέρα John Allan επιδεινώθηκαν με το χρόνο. Το 1815 η οικογένεια Allan μετακόμισε στην Αγγλία, όπου ο Edgar άρχισε σχολείο, αρχικά στο Irvine της Σκωτίας και αργότερα οικότροφος στο Chelsea. Οι Allan ήταν αρκετά ευκατάστατοι, αλλά ο John Allan ήταν ιδιαίτερα σφιχτοχέρης με το επίδομα του Edgar, κατά τη διάρκεια των σπουδών του.

Ο νεαρός Edgar στράφηκε στο τζόγο για να βγάλει επιπλέον χρήματα αλλά αντ’ αυτού δημιούργησε χρέη που έγιναν αιτία για περαιτέρω επιδείνωση της σχέσης του με τον θετό πατέρα του. Το 1826 μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια το οποίο όμως εγκατέλειψε μέσα σε ένα χρόνο. Ταξίδεψε στη Βοστώνη το 1827 όπου επιχείρησε να συντηρηθεί κάνοντας διάφορες εργασίες όπως υπάλληλος γραφείου και συντάκτης εφημερίδας. Κάποια στιγμή ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Henri Le Rennet.

Το Μάιο του 1827 μπήκε στον Αμερικανικό Στρατό, σε μια προσπάθεια να επιβιώσει. Δήλωσε όνομα «Edgar A. Perry» και ηλικία 22 ετών (ενώ ήταν 18). Υπηρέτησε ως οπλίτης με μισθό 5 δολαρίων το μήνα και μετά από δυο χρόνια κίνησε τις διαδικασίες για να απαλλαγεί από το υπόλοιπο της θητείας του.

Πατέρας της λογοτεχνίας μυστηρίου και άρχοντας του μακάβριου

Η λογοτεχνική καριέρα του Poe ξεκίνησε όταν ήταν ακόμα στο στρατό, με την έκδοση μιας συλλογής ποιημάτων με τον τίτλο «Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα», το 1827, χωρίς το όνομά του, αποδίδοντας το έργο σε «έναν Βοστονέζο» («A Bostonian»). Στη συνέχεια στράφηκε στην πρόζα και για αρκετά χρόνια εργάστηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά, αποκτώντας όνομα για το προσωπικό ύφος της λογοτεχνικής κριτικής του. Συνεχίζει να εκδίδει έργα του με την οικονομική βοήθεια φίλων.

Από το 1831 επιδιώκει πλέον να ζει αποκλειστικά από τη συγγραφή. Ήταν από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που επιχείρησαν να ζήσουν μοναχά από το έργο τους και η έλλειψη διεθνούς νομοθετικού πλαισίου για τα πνευματικά δικαιώματα δυσκόλευε την κατάσταση, αφού οι εκδότες προτιμούσαν να «κλέβουν» έργα Ευρωπαίων συγγραφέων παρά να πληρώσουν νέους Αμερικανούς. Σε ολόκληρη τη ζωή του θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα.

Το 1835 παντρεύτηκε την 13χρονη ξαδέρφη του Virginia Clemm. Δημοσιεύει έργα του σε περιοδικά και επιθεωρήσεις ενώ γράφει και λογοτεχνικές κριτικές. Το 1845 δημοσιεύει το «Κοράκι» που σημειώνει άμεσα μεγάλη επιτυχία. Η σύζυγός του πεθαίνει μετά από δυο χρόνια, από φυματίωση, γεγονός που ρίχνει στο ποτό ακόμα περισσότερο τον συγγραφέα. Ο Poe σχεδιάζει να εκδώσει δικό του λογοτεχνικό περιοδικό, κάτι που όμως δεν προφταίνει να υλοποιήσει αφού, στις 7 Οκτωβρίου του 1849, σε ηλικία 40, πεθαίνει στη Βαλτιμόρη, υπό συνθήκες που δημιούργησαν πολλά ερωτηματικά.

Η αιτία θανάτου του είναι άγνωστη. Κατά καιρούς έχουν ακουστεί θεωρίες για κατάχρηση αλκοόλ, εγκεφαλική συμφόρηση, χολέρα, ναρκωτικά, καρδιοπάθεια, λύσσα, φυματίωση έως και αυτοκτονία. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε βιαστικά και με ελάχιστα άτομα, αφού δεν υπήρξε κανονική ανακοίνωση του γεγονότος.

Το έργο του Poe επηρέασε τη λογοτεχνία στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, ενώ συνέβαλε και σε ειδικά πεδία όπως αυτό της κρυπτογραφίας και της κοσμολογίας. Ο Μπωντλαίρ ήταν από τους πρώτους μελετητές του έργου του, μεταφράζοντας το σύνολό του στα γαλλικά. Θαυμαστές του έργου του ήταν οι Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Γουώλτ Ουίτμαν, ο Ιούλιος Βέρν, ο Όσκαρ Γουάλντ, ο Ουίλλιαμ Φώκνερ και ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο οποίος ήταν αυστηρός απέναντί του αλλά εκτιμούσε το κριτικό του έργο.

Το Κοράκι

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
 τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"
Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
"Ποτέ πια".

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
 Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και πια!".

Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!", μα κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα";
Και το κοράκι απάντησε:
 "Ποτέ από δω και πια!".

"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!"
Και το Κοράκι απάντησε:
 "Ποτέ από δω και πια!".

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!

Edgar Allan Poe
                                                                     
(Μετάφραση: Κώστας Ουράνης)