Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Ο Πούσκιν και «Ο θάνατος του ποιητή» του Λερμοντόφ

Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν

Ο Ρώσος ποιητής Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν γεννήθηκε στη Μόσχα το 1799 και από τον πατέρα του καταγόταν από μια παλαιά αριστοκρατική οικογένεια, ενώ από την πλευρά της μητέρας του κρατούσε από τον Αβησσυνό Αννίβα, που ήταν στρατηγός του Μεγάλου Πέτρου. Τα χαρακτηριστικά του προγόνου του αυτού ήταν ευδιάκριτα στη μορφή του νεαρού Αλεξάντρ, ο οποίος αποφοίτησε από το Λύκειο του Τσάρσκογε Σελό και έγραφε από τα μαθητικά του χρόνια ακόμη.
Ο άνεμος των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης τού εμφύσησε από νωρίς την προσήλωσή του στα φιλελεύθερα ιδεώδη και τον ουμανιστικό του προσανατολισμό. Η προσέγγισή του με τους περίφημους Δεκεμβριστές και το ανυπότακτο πνεύμα τού στοίχισαν την εξορία που του επέβαλε η υπηρεσία του - το υπουργείο Εξωτερικών - στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του Καυκάσου, της Κριμαίας και της Βεσαραβίας.
Στη λογοτεχνική του δημιουργία, ο Πούσκιν αρχικά εμφανίζεται επηρεασμένος από τους Γερμανούς ρομαντικούς. Ιδιαίτερα αισθητή γίνεται και η επιρροή του Βύρωνα, που ανιχνεύεται κυρίως στην ποιητική του σύνθεση «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου». Ο Βύρωνας, για τον Πούσκιν, όπως και για πολλούς Ευρωπαίους ρομαντικούς, αποτελεί το ιδεώδες πρότυπο του ποιητή - επαναστάτη και του πολίτη των επερχόμενων γενεών.
Αλλά και σαιξπηρικές καταβολές εντοπίζονται κυρίως στην τραγωδία του «Μπορίς Γκουντούνοφ», δίπλα στα ιστορικά στοιχεία, τους λαϊκούς ρωσικούς θρύλους και τις παραδόσεις. Το έργο αυτό, που ο Πούσκιν τελειοποίησε το 1825, στα είκοσι πέντε μόλις χρόνια του, στην εξορία, πρωτοεκδόθηκε το 1830 και ανέβηκε στη σκηνή το 1870, σε μελοποίηση του περίφημου μουσουργού Μουσόργκσι. Με τον «Μπορίς Γκουντούνοφ», ο Πούσκιν αναγνωρίστηκε ως ο πρωτεργάτης του ρεαλισμού στη ρωσική ποίηση. Στο έργο αυτό αποτυπώνει με απροσδόκητη τόλμη τις αναλογίες ανάμεσα στους ιστορικούς ήρωες και τη σύγχρονή του εποχή και καταγγέλλει ανοιχτά την τσαρική τυραννία. Από την άλλη μεριά, χειρίζεται το θέμα «λαός» με μιαν ασυνήθιστη για την εποχή του ψυχολογική γνώση και μαεστρία των θεατρικών εφέ.
Ο Ντοστογιέφσκι, φανατικός θαυμαστής του «Μπ. Γκουντούνοφ», γράφει: «Θα μπορούσαν να γραφούν ολόκληρα βιβλία πάνω στους χαρακτήρες του έργου αυτού, που ο Πούσκιν άντλησε από τη ρωσική γη, που πρώτος αυτός ανακάλυψε, λάξεψε και έθεσε μπροστά στα μάτια μας, για τώρα και για πάντα, μέσα στην αδιαφιλονίκητα σεμνή και μεγαλόπρεπη μαζί ψυχική ομορφιά τους».

Με μεγάλη έξαψη και ενθουσιασμό, μαθαίνει ο Πούσκιν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις. Αλλωστε, στον κύκλο των επαφών του, περιλαμβάνονται και Ελληνες που ζούσαν την εποχή εκείνη στη Ρωσία. Στο ρομαντικό αυτό κύκλο ανήκει και η σειρά των ποιημάτων που εμπνεύστηκε από τον αγώνα για την Εθνική μας Παλιγγενεσία.
Η αριστουργηματική του σύνθεση «Ευγένιος Ονέγκιν» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1833 και ο κορυφαίος κριτικός Μπιελίνσκι το χαρακτήρισε «εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής ζωής και καθρέφτη της εθνικής συνείδησης στην πρώτη της αφύπνιση».
Το 1831, ο Πούσκιν παντρεύτηκε τη μοιραία γυναίκα της ζωής του, τη Μοσχοβίτισσα καλλονή Ναταλία Γκοντσαρόβα και με την παρακίνησή της συναναστρέφεται τους αριστοκρατικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης, χωρίς όμως ποτέ να απαρνηθεί τις πεποιθήσεις του, που του είχαν ήδη στοιχίσει την απόλυσή του από την υπηρεσία του.

Μιχαήλ Γιούρεβιτς Λερμοντόφ
Την εποχή αυτή γράφει την «Κόρη του λοχαγού» και τη «Ντάμα Πίκα». Προαισθανόμενος το τέλος του, επιλέγει ο ίδιος την τοποθεσία του μνήματός του. Και ο θάνατός του έρχεται πρόωρα και κάτω από τραγικές συνθήκες, το 1837, σε μια μονομαχία με το Γάλλο στρατιωτικό Ντ' Αντές, για «λόγους τιμής», με αφορμή τη Ναταλία Γκοντσαρόβα. Κανένας όμως δεν πείστηκε με τις εξηγήσεις αυτές και ο σάλος για το συμβάν ήταν πελώριος. Τότε, ο νεαρός, εικοσιτριάχρονος μόλις, ανερχόμενος, ριζοσπάστης κι αυτός ποιητής Μιχαήλ Γιούρεβιτς Λερμοντόφ, γράφει τη μαχητικότατη ωδή του «Ο θάνατος του ποιητή», που προδιέγραψε και το δικό του θάνατο, πάλι σε μια σκηνοθετημένη μονομαχία, σε ηλικία μόλις είκοσι επτά ετών.
Ο Λερμοντόφ εδραίωσε τη φήμη του με τα έργα του «Δαίμων» και «Ενας ήρωας της εποχής μας» (1840), που θεωρείται ως το πρώτο ψυχολογικό μυθιστόρημα της ρωσικής λογοτεχνίας. Ρομαντικός, αλλά παράλληλα προικισμένος με επική δύναμη, πρωτοτυπία και πλούτο, είχε τον Πούσκιν ως ίνδαλμα και δάσκαλό του και διακρινόταν επίσης για τις προοδευτικές του ιδέες, που τον έφεραν σε βίαιη σύγκρουση με το κατεστημένο.
Αλλά και ο Πούσκιν είχε ξεχωρίσει τον Λερμοντόφ και θεωρούσε τα ποιήματά του θαυμάσια δείγματα ενός μεγάλου ταλέντου. Ο κριτικός Μπελίνσκι, συμφοιτητής του Λερμοντόφ και εκτοπισμένος και αυτός, θρηνεί το θάνατό του, «τη νέα βαριά απώλεια που ορφάνεψε τη ρωσική λογοτεχνία, το μισαρχινισμένο τραγούδι που θα ξεπερνούσε τον Πούσκιν και θα οδηγούσε τα όρια της ποίησης απροσδόκητα μακριά...».
Στα πλαίσια της εικοσιπεντάχρονης ενασχόλησής μου με τη ρωσική λογοτεχνία, έχω μεταφράσει και δημοσιεύσει διηγήματα του Τσέχοφ, του Γκόργκι, του Γκαϊντάρ, του Παουστόβσκι και άλλων, καθώς και ποιήματα του Νταλματόφσκι, του Τράατ και πολλών ακόμη σύγχρονων Ρώσων λογοτεχνών. Ακόμη, είναι έτοιμα προς έκδοση οι «Ιστορίες για παιδιά» του Τολστόι και μια βιογραφία του Λέρμοντοφ, μαζί με έναν μεγάλο αριθμό ποιημάτων του - όλα τα παραπάνω μεταφρασμένα από το πρωτότυπο.
Ειδικότερα, για τον Πούσκιν, έχω μεταφράσει στα ελληνικά τα «Παραμύθια» του (Εκδόσεις «Σπάρτακος», 1978, καλλιτεχνική επιμέλεια Γεράσιμου Γρηγόρη), καθώς και την τραγωδία του «Μπορίς Γκουντούνοφ», που είναι ακόμη ανέκδοτη. Το έργο αυτό, στη μετάφρασή μου, μεταδόθηκε από την ελληνική ραδιοφωνία στις 14 Ιανουαρίου 1981, με τον Μάνο Κατράκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Γκουντούνοφ. Αποσπάσματα της εκπομπής περιέλαβε ο Γ. Κάρτερ στο δίσκο που επιμελήθηκε με αντιπροσωπευτικούς ρόλους του Μάνου Κατράκη (Δισκογραφική Εταιρία «Μίνως Μάτσας»).
Με την ευκαιρία της επετείου των διακοσίων χρόνων από τη γέννηση του Πούσκιν, παρουσιάζω εδώ την αδημοσίευτη μέχρι σήμερα μετάφρασή μου από το πρωτότυπο, του προφητικού ποιήματος του Λερμοντόφ «Ο θάνατος του ποιητή», που αποτελεί έναν καταπέλτη για την τυραννία και ένα μαχητικότατο «κατηγορώ» για τους υπεύθυνους, που κατονομάζονται με παρρησία μέσα στους κόλπους της τσαρικής δυναστείας.
Ο θάνατος του ποιητή

«Ο ποιητής είναι νεκρός! Δέσμιος της τιμής,
δυσφημισμένος έπεσε στου χάρου την αγκάλη,
μ' ένα καυτό μολύβι στην καρδιά, τη δίψα
της εκδίκησης στα μάτια, αργά για πάντα κλίνοντας
το αγέρωχο κεφάλι... Δεν ήταν η ψυχή του Ποιητή
φτιαγμένη για ατιμίες, καταισχύνη. Κι ένας, ενάντια
στους πολλούς, μόνος του πάντα, ορθώθηκε. Κι είναι νεκρός!
Νεκρός! Προς τι λοιπόν τόσοι οδυρμοί, έπαινοι κούφιοι
και κλαυθμοί κι απολογίες που δεν πείθουνε κανέναν;
Της τύχης του ήτανε γραφτό. Διωγμένος ζούσε, σαν αγρίμι,
από καιρό, γιατί είχε λεύτερη, αδούλωτη ψυχή και στη φωτιά
που ανάβαν γύρω του, ρίχνανε λάδι με μανία οι φθονεροί.
Ξενοιάστε τώρα. Τα μύρια δεν τ' άντεξε η ψυχή του τα μαρτύρια.
Σαν το κερί τρεμόσβησε η θεία του πνοή,
στο μέτωπο μαράθηκε το δάφνινο στεφάνι...
Ετσι ο φονιάς αδίσταχτα το πλήγμα το στερνό του καταφέρνει.
Κούφια στο στήθος η καρδιά, στο χέρι του δεν τρέμει το πιστόλι.
Και σαν δραπέτη άπληστο στης δόξας και του πλούτου το κυνήγι,
μοίρα τον έριξε κακή στου Ποιητή το δρόμο, για να κουρσέψει
μονομιάς τη γλώσσα που μιλούσε για όλους εμάς,
το καύχημα ολόκληρης γενιάς... Και τη ματόβρεχτη στιγμή
του φονικού δεν το 'νιωσε το χέρι ποιον χτυπούσε;
Κι ο Ποιητής, να τώρα κείτεται νεκρός, όπως κι ο βάρδος μας
εκείνος ο παλιός, ο χιλιοτραγουδισμένος, θύμα εκδίκησης
κι αυτός κι από μοιραίο χέρι θερισμένος...
- Πώς απ' τις σφαίρες της ειρήνης, του φωτός, στον κόσμο τούτο
είπες να κατέβεις, που πνίγει τις ελεύθερες καρδιές;
Πώς άπλωσες το χέρι στους δειλούς και πίστεψες τα δολερά τους
χάδια, εσύ που ήξερες καλά τι κρύβουν τα μαγνάδια;
Και να το δάφνινο σου βγάλανε στεφάνι κι ακάνθινο μαρτυρικό
στο θεϊκό σου μέτωπο απιθώσαν και τις στερνές σου
τις στιγμές οι άπιστοι φονιάδες φαρμακώσαν. Δε θ' ακουστούνε
πια ποτέ των θεϊκών ασμάτων σου οι ήχοι. Μνήμα στενό
και σκυθρωπό σε κλείνει, Βάρδε, πια και σφαλισμένα
του λοιπού τ' απέθαντά σου χείλη...
- Κι όσο για σας, αντάξιοι επίγονοι ατιμασμένων πατεράδων,
αλαζόνες, δουλόπρεπης φάρας αποβράσματα, που παίζετε στα ζάρια
τη ζωή μας αγεληδόν στους θρόνους σας στρωμένοι, της Λευτεριάς,
του Πνεύματος, της Δόξας δήμιοι, στραγγαλιστές του Δίκαιου
και του Νόμου, κάτω απ' του νόμου τη σκιά, για πόσο ακόμα
θα 'στε ασφαλισμένοι; Η θεία Δίκη επαγρυπνεί, φονιάδες,
πουλημένοι, κι απ' το χρυσάφι σας δεν είναι διεφθαρμένη.
Εχει ο καιρός γυρίσματα και μ' όλο το μαύρο αίμα σας,
δε θ' αποπλύνετε ποτέ του Ποιητή το τίμιο, άλικο αίμα!»

Το ποίημα κυκλοφόρησε χειρόγραφο και υπογεγραμμένο σε χιλιάδες αντίτυπα από χέρι σε χέρι στην Πετρούπολη, αλλά και σε άλλες ρωσικές πόλεις, ενώ γραφόταν κρυφά τη νύχτα σε όλη τη χώρα, πάνω στους τοίχους, στις βιτρίνες, παντού και η απήχησή του ήταν σεισμική. Κατά γενική ομολογία, αποτέλεσε ένα από τα σοβαρότερα πρώιμα εναύσματα της αρχής του τέλους για τον τσαρισμό.
Το ποίημα - καταλύτης και για τη μοίρα του ίδιου του Λερμοντόφ θορύβησε την κυβέρνηση, που, θέλοντας να αποδυναμώσει τη σημασία του, χαρακτήρισε τους τελευταίους, επίμαχους στίχους ως «μιαν ελευθεροφροσύνη περισσότερο ξεδιάντροπη παρά εγκληματική» και τιμώρησε ακόμη μια φορά το δράστη με κράτηση και εξορία. Το ποίημα τέθηκε υπό απαγόρευση στη Ρωσία και δημοσιεύτηκε ολόκληρο το 1860, είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάντρ Πούσκιν. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Παρίσι, από τον συμφοιτητή του Λερμοντόφ στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και αυτοεξόριστο συγγραφέα Αλεξάντρ Γκέρτσεν (1812-1870), τον θεμελιωτή του ρωσικού αγροτικού σοσιαλισμού, στο πολιτικό του περιοδικό «Πολικός Αστέρας». Από τότε, το ποίημα γνωρίζει μεγάλη δημοσιότητα και προκαλεί και σήμερα το θαυμασμό για τη δύναμη της σύλληψης και την ευθύβολη κρίση του δημιουργού του.
Ο Πούσκιν συγκέντρωνε στο πρόσωπό του ένα λαμπερό ταλέντο με μιαν εκρηκτική ιδιοσυγκρασία, που επέδρασαν βαθιά στην τέχνη και την ιδεολογία της εποχής του. Ηταν ο φλογερός κήρυκας της ελευθερίας, της προόδου και της δικαιοσύνης και ο άσπονδος εχθρός της τυραννίας. Κι αυτό, σε μια κοινωνία, με τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, που αριθμούσε εκατό εκατομμύρια ψυχές, να ζει σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης, μέσα σε πλήρες καθεστώς δουλοπαροικίας, με τον αναλφαβητισμό να ξεπερνά το 80% του πληθυσμού και τη θνησιμότητα εξαιρετικά υψηλή.
Αιώνες ολόκληρους, όταν η Ευρώπη έφθανε στον κολοφώνα της δημιουργίας της, με την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, η αχανής Ρωσία, φιμωμένη, σιωπούσε μέσα σε έναν παρατεταμένο Μεσαίωνα, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως ο συγγραφέας - φυσικός Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Λομονόσοφ (1711-1765). Στις αρχές του 19ου αιώνα όμως, φάνηκε καθαρά ότι ο φράχτης που είχε στήσει η τσαρική απολυταρχία γύρω από τη Ρωσία έπαψε πια να είναι απόρθητος στις νέες ιδέες και τα ρεύματα που διέτρεχαν την υδρόγειο από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Μετά τις σεισμικές επιπτώσεις στην Ευρώπη από τις θεμελιακές αλλαγές στο κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς της Γαλλίας και τα προοδευτικά κινήματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ένας νέος άνεμος άρχισε να φυσάει και πάνω από την τσαρική Ρωσία, προσανατολίζοντας στο φιλελευθερισμό όλο και περισσότερα πνεύματα. Κι όχι μόνο στους κόλπους των φοιτητών και των διανοούμενων, αλλά και των προοδευτικών κύκλων της αριστοκρατίας, όπως μαρτυρεί η περίπτωση του Πούσκιν.
Μέσα από τις ωδίνες ενός δύσκολου και παρατεταμένου τοκετού, ο λαός της Ρωσίας αναδεικνύει τους πνευματικούς του ηγέτες, που θα δώσουν έναν έντονα κοινωνικό προσανατολισμό στις μορφές της τέχνης, με κυρίαρχη τη λογοτεχνία. Και μέσα στην κοσμογονία αυτή, ο ρόλος του Πούσκιν ήταν αποφασιστικός και η συνεισφορά του, ανεκτίμητη.
Από λογοτεχνική άποψη, το έργο του θεωρείται «το θησαυροφυλάκιο της ρωσικής γλώσσας, η κιβωτός του λαϊκού πλούτου και της εθνικής αυτοσυνειδησίας». Οι μεγάλοι δημιουργοί Γκόργκι, Τολστόι, Γκόγκολ, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι και πολλοί άλλοι αναγνωρίζουν ότι στον Πούσκιν οφείλουν τη μύησή τους στην αληθινή ποίηση. Η υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα, αλλά και η οικουμενικότητα των αξιών που πρεσβεύει ο Πούσκιν, του εξασφάλισαν μια περίοπτη θέση στον Παρνασσό των Γραμμάτων.

Βιβέτ ΤΣΑΡΛΑΜΠΑ - ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ
Φιλόλογος -συγγραφέας. Το κείμενο αποτελεί αναπτυγμένη μορφή της εισήγησής της στο διεθνές συνέδριο «Πούσκιν και Ελλάδα», που έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο από 14-16 Οκτωβρίου 1999, οργανωμένο από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, το Πάντειο Πανεπιστήμιο και την Πρεσβεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα 
Ριζοσπάστης (Χριστούγεννα 1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια: