Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

«Ο θείος μ' απ' την Γκιώνα» - Τριάντα χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Σκαρίμπα


Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του ποιητή και πεζογράφου Γιάννη Σκαρίμπα. Γεννήθηκε το 1897 στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας. Ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Χαλκίδα, όπου εργάστηκε ως εκτελωνιστής.
Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματός του «Στις πετροκολόνες στο λιμάνι» και τη βράβευσή του στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος του περιοδικού του Κώστα Μπαστιά «Ελληνικά Γράμματα» για το έργο του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης», που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή (Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας). Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Καϋμοί στο Γρυπονήσι». Στροφή στη μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο «Το θείο Τραγί» και εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Ακολούθησε ο «Μαριάμπας» που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα και το 1938 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ουλαλούμ». Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Χαλκίδας «Εύριπος» και στράφηκε με ενδιαφέρον προς το ελληνικό θέατρο σκιών.
Στη γερμανική κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από την πείνα. Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ. Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μελέτες. Πέθανε στην τελευταία κατοικία του στην οδό Κομίνη 8 της Χαλκίδας, την οποία με ευθύνη της πολιτείας γκρέμισαν το 2003.


«Ο θείος μ' απ' την Γκιώνα»
Από τη συλλογή διηγημάτων του «Τρεις άδειες καρέκλες»



Ο άλλος χαμογέλασε, ρίξαντας μια ντροπερή ματιά προς τα μένα.
-- Ο θείος μου, μου κάνει, απ' την Γκιώνα. Είχ' έρθει να μας δει και τώρα φεύγει. Τάχει με τον Δήμαρχο!
Απομείναμε οι δυο μας... Αραιοί οι επιβάτες και διάσπαρτοι, ενώ και η «Ταχεία» ξεκινούσε. Αυτός σταυροκοπήθηκε: «Αϊλιά μ'»... τον άκουσα.
Κοίταξα τον άνθρωπό μου καλύτερα. Στην κεφάλα του αψηλά - ίδια η υδρόγειος! - χρέη καπέλου του εξετέλαε μια σκούφια. Δεν ήταν μεγαλύτερη απόνα πιατέλο του τσαγιού. Μόνο ότι ήταν μέσ' στη λίγδα... Στο κούτελό του, έως τα φρύδια του, μαυρόπυκνη έπεφτε των μαλλιών του η απλάδα. Και κάτω από τη μύτη του (τέλεια ρυθμού ελληνικού) έπεφτε - κατωφερώς στο πιγούνι του - η μουστάκα. Το «όλον» του σου 'φερνε στην ιδέα σου μαντρόσκυλους, απ' αυτούς που γυροφέρνουν και βαδίζουνε στις στρούγκες.
Μα γι' αυτόν αλλού έβρεχε. Στηρίχτηκε με τις φούχτες στην γκλίτσα του κι άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα χαβά του:
«... Κιτρουλεϊμουνιά, ορέ κιτρουλεϊμουνιά
κιτρουλεϊμουνιά κι μαντζουράνα μου...»
Για ιδές, λέω, κόσμος που ούδε τον υποπτευόμαστε καν. Τούτος ο άνθρωπος ζη τουλάχιστον στον αιώνα που πέρασε και ζη ευχαριστημένος. Ενώ εμείς...
***
-- Για πού με το καλό; τον αρωτάω.
-- Για του Μπράλλου.
-- Κατάγεσαι αποκεί;
-- Πιο ζερβά, απ' την Γκιώνα. Θες να μάθ'ς; Απ' τη Σ'κιά άιν τ'ν ξέρεις. Δωριέας είμι.
-- Κοντά στην Αμφισσα;
-- Πώς μου τ'ν είπες;
-- Μαθές απ' τα Σάλωνα;
-- Ε, πιο πάν' λ'γάκι. Σ' είπα, απ' την Γκιώνα.
-- Κι επαγγέλλεσαι;
- Πώς μ' τόπες;
-- Δηλαδή τι δουλειά κάνεις;
-- Δ'λειά; Να, τσοπάνος.
-- Είσαι τσέλιγκας;
-- Δεν έχου τόσα, μα με φτάν' ν.
-- Είσαι παντρεμένος;
-- Ιέχου τη Γιουργούλα μ'.
-- Παιδιά έχεις;
-- Ιέχου ανηψούδια. Το π'δί που κατέβηκε ανηψούδι μ' είνι.
-- Κι είχες έρθει να τον δεις;
-- Ιγώ τουν χάλεψα να με βάλ' σε μια θέσ'.
-- Και δε σ' έβαλε;
-- Αστα!, άστα!, μην τα μουλουγάς... Και μην τα κραίν'ς.
Την ίδια στιγμή μπαίνει ο κοντρολέρ των εισιτηρίων με το «τρυπησιόν» του στο χέρι: «Παρακαλώ, τα εισιτήρια».
Τρύπησε το δικό μου και μου τόδωσε. Πήρε και του φίλου... «Μα το εισιτήριό σας, του κάνει μετά γοργή παρατήρηση, είναι για την "τακτική" αμαξοστοιχία! Αυτή εδώ είναι η "Ταχεία"!. Θα πληρώστε τη διαφορά!».
Ο άνθρωπός μου τον τήραξε. Ηταν κάτι τις το απερίμεντο. «Θαύμα ατραξιόν!»... συλλογίστηκα.
-- Θα πληρώστε τη διαφορά, ξαναλέει. Κι άνοιξε να το συμβουλευτεί ένα κιταπάκι.
-- Μαθές;... κάνει ο άμοιρος. Π'δής τρέχει αυτό θέλ'ς να μ' πεις;
-- Φυσικά.
-- Ορέ π'δί μ' ποιος του βιάζ'; Θέλ' κι τρέχει. "Ας πααίνει αγαλιώτερα... τι ευκή, πααίνει σαν να του βάλαν νέφτ' στουν κώλου;
-- Τι λες, ρε μπάρμπα! του κάνει ο υπάλληλος. Δε βιάζεσαι συ, βιάζονται οι άλλοι.
-- Ας πλερώσουν αυτοίνοι!. τι με φουρτών'ς ιμένα;
Τελοσπάντων τα κανόνισα εγώ. Πλήρωσα εγώ τη διαφορά. Κι ο υπάλληλος έφυγε. Ο συνταξιδιώτης μου βόλεψε ήσυχα - ήσυχα το στο πλάι του τράστο του κι απέ, ως νάχε βρει εκειδά το δίκιο του: «Αμ δι σφάξανε! μου κάνει. Για κορόιδο μι πέρασε;»
***
--(...)Μα τι απόγινε για τη θέση σου δε μου πες.
-- Αφ' σι να φάω ψμι και σ' λέω.
Κι άρχισε να ματσουλάει κάμποση ώρα...
...-- «Θ'νά τ' γάμαγα τ' μάνα!, κάνει ως απόφαγε, αλλά ας έχει χατήρ' τ' ανηψουδιού μου. Τη "θέσ'" ιγώ τη διάλεξα, αλλά το ανηψούδι μ' το θ' κο του: "Δε σ' κάνει αυτήνη η δ'λειά, θείγιε μ'", επίμενε. "Ουόχι, τ' λέου. Είσι ή δεν είσι ανηψούδι μ'; Ιγώ αυτήνη θέλου!.". Μίλησε του κυρ - Δήμαρχου κι του προυί πάω μπονώρα. Στέκουμαι στη σιδερένια ανέμη κι όποιους έμπαινε μέσα - χαρτάκι: ένα κομμάτ' ιγώ ιφημερίδα - μια δραχμούλα αυτός στο χέρι μ'. Σ' λέου δ'λειά κιλεπούρ'!...».
Η περιέργειά μου ήταν άφταστη!. «... Δεν είχα παράπονο, τον ακώ να συνεχίζει, ούλ' πλέρωναν. Ούλοι ιβγινείς, ούλ' κύριοι, κάναν τι κάναν κι απέ φεύγανι».
-- Δε μου χαρίζεις τ' όνομά σου; του λέω, μπάρμπα...
-- Γιώργους! μου κάνει.
-- Μπαρμπαγιώργο, του λέω, αυτή η δουλειά, αυτό το μαγαζί, πού ακριβώς βρίσκεται;
-- Ξέρω να σ' πω; σε μια πλατέα όμως είνι. Ιέχει κάτι σκαλάκια και κατιβαίνεις 'σακάτου. Ούλο καθρέφτες κι πορτούλες είνι τ' άτιμου. Σ' λέου κιλεπούρ'!...
***
«Ας καθόσουν, του λέω, ας μην έφευγες. Η δουλειά καλή 'ταν» του κάνω.
-- Ιγώ έφυγα για μι σκόλασαν; Και θ' να τ' γάμαγα τη μάνα, αλλά για χατήρ'...
-- Τι συνέβηκε, ρε μπάρμπα;
-- Ακ' ν' ακούεις.
Κι ήμουν όλος αφτιά. Η «ιστορία» έγιν' έτσι:
Σε κάνα δυο ώρες - λέει - η περιέργεια δεν τον άφηνε. Δεν κύτταε να δει το μαγαζί; Δεν άνοιγε μια πορτούλα να δει μέσα; «Ανοίγου ένα καμαρίνι - λέει - Και τι να ιδώ; Εναν θεουκιρατά μισοκαθιστόν να κάνει εκεί το... χοντρό του!»
Η καταπλαή του - λέει - δε λέγονταν. «Τι κάν'ς αυτού ρε;» τ' λέου. Λέει. «Τ'ν ανάγκη μ'!».
-- Κι ήρθις ιδώ να βγάλ'ς το σβέρκου σ'; του κραίνω. «Αμ' πού να πάω;» μ' αποκρίνιτι.
-- Χάθ'καν όρε, του λέου, τα γρασίδια;
Και τον αρπάζει απ' τον σβέρκο. «Οξου όρε θεουκιρατά... παλιοτόμαρου!».
Και τον αρχινάει στις κλωτσιές. Ξεκουμπίστηκε αυτός, φοβερίζοντας ότι θα διαμαρτυρηθεί του Δημάρχου.
-- Πού θα μ' πας; του λέου. στον κυρ-Δήμαρχου; Αμ' ιμένα ποιος μ' έβαλι ορέ όρνιου εδωδά; Ο κυρ - Δήμαρχος δε μ' έβαλι; Χάι-Χάι ορέ χαϊβάνι!.
«... Αχ!- Αχ!.. Αχ!.. Και κοντά;» Θα τρελαίνομαν...
Μα αυτός αλλού βρέχει. Είχε εξαγριωθεί τώρα κι άστραφταν μαύρες στράψες τα μάτια του, ενώ και τη μουστάκα του - στρίβοντας - την είχε κάμει ως τσιγκέλι!.
... «Στο παρακάτω, λέει, καμαρίνι πάλ' τα ίδια!». Αλλον φουκαρά εκεί άρπαξε σαν «κισέμ'» από τον σβέρκο!. «Μάιδε τα σουρέλα του, λέει, δεν πρόφτασε να συμμάσει ο θεοτούμπης!»... τον έσυρε ως πάνω στο πεζοδρόμιο, σαν - προς σφαγή - κάνα κριάρι!.. Εκεί στο ρείθρο τον προυμούτισε!.
-- Τι του πέρασις ιδώ ορέ... (του «φούγιαζε»). Για χισαριό ορέ γ'ρούν'; Στραβουμάρα είχες να ιδείς τι γράφει πάνω;
-- Τι γράφει; κάνει (ανάσκελα) ο άλλος.
- Τι γράφ'; τρομάρα σ'... Αποχωρητήρια!.. γράφ' ορέ αγράμματι... Καθρέφτις γυροβουλιά 'χει μέσα και βρυσούλες!.
Τι θες, τι γυρεύεις... Κόσμος μαζεύτηκε, χάζι γύρω οι μάγκες. Και νάσου ένας πόλισμαν: «τι συμβαίνει; τι έγινε;».
--Μα...
-- Μπρος, στο Τμήμα.
-- Θα...
-- Σκασμός!
Να μη μου τα «πουλυλουγάει» τον απέλυσαν. Δυόμισι ώρες ήταν η «υπερεσία» του όλη-όλη. Ο κυρ - Δήμαρχος... και θ' να τ' γάμαε τη μάνα!..
Η επόμενη στάσις το Μπράλλο... ακούστηκε η φωνή απ' το μεγάφωνο: οι εκ των κυρίων κυρίων επιβατών...
Στο άκουσμα ο Μπαρμπαγιώργος βρέθ'κε όρθιος κι άρπαξε το ταγάρι του απ' τον γάντζο. «Μη βιάζεσαι, του κάνω, έχουμ' ώρα».
-- «Αν'τρο δε θα τ'ς μείν' τση Γιουργούλας μου, π' να τση μουλουγάω για του τραίνου... Τραίνου ιμάς ικεί είν' τα π'δάρια μας!»
-- Και πώς θα της το περιγράψεις, ρε Γιώργο;
- Αντίσκαστου όπως είν' και του γλέπ'ς: «Μιαν αράδα κ'τάκια, κ'τάκια, κ'τάκια κι μπρουστά ένα μαγερειό πού τα πααίνει!».
«Φτάνει, για το θεό!.» κάνω κι έπιασα σφιχτά την κοιλιά μου. Χιουμοριστικώτερη, σε δέκα λέξεις, παράσταση δε θα μπορούσε να υπάρξει - του τραίνου. Η διαφορά ήταν ότι δεν έκανε χιούμορ ο άνθρωπος, αλλά ανήξερα, σαν του Μολλιέρου τον χωριάτη, έκανε πρόζα. Επεσα χάμω και ...κλώτσαγα. Θα μ' έπαιρνε στον λαιμό του ο θεοτούμπης!.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: