Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ: Συγγραφέας, ποιητής και αγωνιστής

 
Το καλοκαίρι του 1937, τότε που εργαζόμουνα στη διαχείριση του Σανατορίου Πάρνηθας, συνάντησα τον Γιώργο Κοτζιούλα στον ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ της εξωτερικής εισόδου του Σανατορίου και της περιοχής "Αγίας Τριάδας".

Ο Κοτζιούλας βάδιζε αργοκίνητα με μια γκλίτσα στο χέρι. Εκείνος δε με πρόσεξε, μα εγώ του φώναξα κι αυτός σταμάτησε. Σφίξαμε τα χέρια μας, με αμοιβαία εγκαρδιότητα. Μου είπε πως πήγαινε εκεί, όπου βρισκόταν ο Σταύρος Τσακίρης, λογοτέχνης κι αυτός, πουλώντας τσιγάρα και διάφορα δροσιστικά αναψυκτικά στους παραθεριστές της Πάρνηθας. Ο Τσακίρης, παρ' όλη την αναπηρία του, πήρε υπό την προστασία του τον Κοτζιούλα. Κι όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στα "Ενθυμήματά" του, ο Τσακίρης "πήγαινε κούτσα κούτσα, κρατώντας ραβδί για μπαστούνι. Τ' όνειρό του ήταν ν' ανοίξει τυπογραφείο. Κατόρθωσε να το πραγματοποιήσει. Μικρό ημιυπόγειο μαγαζί, με μερικές κάσες στοιχεία. Μοναδικός στοιχειοθέτης ο ίδιος. Τα πρώτα βιβλία που τύπωσε ήταν του Κοτζιούλα". Συνεχίζοντας ο Δ. Φωτιάδης τα βιογραφικά του Γ. Κοτζιούλα σημειώνει: "Ο πατέρας του ήταν ταχυδρόμος και γύριζε και τη βαρυχειμωνιά στ' άγρια εκείνα βουνά να μοιράσει γράμματα στα χωριά, που είχανε σύντροφο τη στέρηση και τ' αγρίμια. Η μητέρα του Κοτζιούλα πέθανε όταν ακόμα ο ίδιος ήταν μωρό. Τον μεγάλωσε η βάβω του, η γιαγιά του, που ως το τέλος της ζωής του τη λογάριαζε ιερό πρόσωπο.

***
Σαν ήρθε στην "καταραμένη Αθήνα", όπως την ονόμαζε, τα 'χασε. Γνώρισε την πείνα, δούλεψε σαν γκαρσόνι και ίσως και λούστρος. Την επιβίωση στην αφιλόξενη πολιτεία δεν τη γύρεψε από τους πλούσιους - ήξερε πως αυτοί έχουνε πορτοφόλι, μα όχι και καρδιά. Ο Κοτζιούλας - βγάζοντας ίσα ίσα το ψωμί του - ζούσε κάνοντας διορθώσεις σε περιοδικά κι εφημερίδες. Γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και εντυπωσίασε τους καθηγητές του με τις γνώσεις του για την αρχαία ελληνική γλώσσα και τα λατινικά. (...) Μονάχος του, από μια μέθοδο, έμαθε καλά τα γαλλικά. (...) Οι ταλαιπωρίες που είχε περάσει τον έκαναν φθισικό. Τον πήγαν σε σανατόριο στην Πεντέλη. (...) Παραφυστερα, στα χρόνια της κατοχής, παρά την κλονισμένη υγεία του, βγήκε αντάρτης στο βουνό". Ηταν στα 1944.
 
***
Ο Γ. Κοτζιούλας διηγείται: "(...) Πλησίαζε η 25η Μαρτίου κι οι αντάρτες ετοιμάζονταν για την εθνική γιορτή. (...) Λίγες μέρες πριν απ' του Ευαγγελισμού οι αντάρτες μου ζήτησαν κάτι. (...) Σκάρωσα στα γρήγορα ένα θεατρικό διάλογο με τρία τέσσερα πρόσωπα, χωρίς δράση σχεδόν. Του έβαλα και τίτλο "Το καινούργιο Εικοσιένα". Οταν έγινε η παράσταση, με άθλιο καιρό σ' ένα ακατοίκητο αχούρι - σπίτι, σαν αχερώνα, σαν χάνι (...) νόμιζα πως οι θεατές στριμωγμένοι σε κάτι παλιοσάνιδα, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι ανάμεσα σε τσιγάρα και λάμπες που κάπνιζαν, πως δε θα 'χαν υπομονή να καθίσουν άλλο μέσα εκεί. Κανένας όμως δεν έλεγε να φύγει κι έμειναν όλοι ως το τέλος. Η πρόχειρη εκείνη σκηνή μου είχε κινήσει την προσοχή, με τη γλώσσα, το τοπικό χρώμα κι εγώ δεν ξέρω τι. Απάνω σ' αυτό ακούω μια φωνή, πολλές φωνές:
- Το συγγραφέα!... Το συγγραφέα!...
Ποιος δαίμονας τους είχε σφυρίξει αυτή τη λέξη στ' αυτί; Πού ήξεραν οι ορεσίβιοι από πρεμιέρες θεάτρων; (...) Ωστόσο οι φωνές όλο και μεγάλωναν...".

***
Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στα 1909 στο χωριό Πλατανούσα της Αρτας και έζησε ως τα 1956 στην Αθήνα. Βέρος Ηπειρώτης, πίστευε πως η μοίρα του όρισε μια γραμμή ζωής, που άρχιζε από τη βουνοσειρά της Ηπείρου με ύψος 2.393 μέτρων, ονομαστή Τζουμέρκα, και τέλειωνε στην Αθήνα. Καμιά παρέκκλιση από τη γραμμή αυτής της μοίρας του δεν έπρεπε να γίνει. Κι όμως έγινε. Μας το λέει ο ίδιος με στιχουργικό τρόπο σαν ποιητής που ήταν: "Τζουμέρκα - Αθήνα, αυτή ήταν όλη/ που χάραξα, όλη μου η γραμμή. / Κίνησα απέκει μ' ένα τσόλι, / μου 'λειψε εδώ και το ψωμί. / Αρχή κακού ήταν που δεν είχα/ κουκούτσι πνεύμα πρακτικό/ τριχιά την έκανα την τρίχα/ της φαντασίας μου υλικό. / Εναν καιρό δεν ήθελα ούτε/ να βλέπω ανθρώπινη θωριά. / Βρέστε του (και μην ακούτε) γυναίκα, έλεγαν στα χωριά. / Αργότερα θα μ' έχουν βάλει/ με δυο σειρές στο λεξικό. / Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι, / θα γίνει ντόρος και κακό".
Στο ποίημά του αυτό είχε βάλει τον τίτλο "Αυτοβιογραφία". Ο Γιώργος Κοτζιούλας καλλιέργησε όχι μόνο την ποίηση, μα και την πεζογραφία με κριτικές και με διηγήματα. Γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, μετάφρασε με δοκιμότητα αρχαίους Ελληνες συγγραφείς. Μετάφρασε επίσης Λατίνους ποιητές, τον Οράτιο, τον Κάτουλο, τον Λουκρήτιο, Ευρωπαίους λυρικούς και πεζογράφους από γαλλικές εκδόσεις Ουγκό, Ντίκενς, Μοπασάν, Ζιδ κ. ά.

***
Με τον Γιώργο Κοτζιούλα είχα συνδεθεί μ' ένα σφιχτό φιλικό δεσμό. Κι όταν τον είδα και τον συνάντησα στην Πάρνηθα, θυμήθηκα το βιοτικά του βάσανα και την αγλύκαντη ζωή του με την αρρώστια του. Ο Δημήτρης Φωτιάδης στα "Ενθυμήματα" (τ. β. σελ. 123 - 124) αναφέρεται στον "δικαστή, ποιητή και Πρόεδρο της Δημοκρατίας Στασινόπουλο, που γύρεψε να γνωρίσει "τον Γ. Κοτζιούλα, γιατί τον είχαν εντυπωσιάσει τα ποιήματά του" και έγραψε: "Το ένα του παπούτσι ήταν σχισμένο και φαινόταν καθαρά από μέσα το πόδι του. Με κατάπληξη άκουσα την απάντηση πως δεν ήθελε θέση, για να μη θάψει το ταλέντό του σ' ένα γραφείο και ότι προτιμούσε να παλέψει σκληρά, αλλά να 'χει καιρό ελεύθερο να γράφει ποιήματα... Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι κάθε βράδυ έτρωγε μόνο ένα μαρούλι και κοιμόταν μια χαρά"...

Ν. Α. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Ριζοσπάστης, Κυριακή 15 Γενάρη 1995

3 σχόλια:

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Το άρθρο είναι πολύ καλό, νομίζω τόχω βάλει κι εγώ στις σελίδες μου, αλλά έχει ένα περίεργο λάθος. Η μητέρα του Κοτζιούλα δεν πέθανε όταν ο ποιητής ήταν μικρός, έχω την εντύπωση ότι πέθανε λίγο πριν ή λίγο μετά τον ποιητή. Αφού ο Κ. έστειλε και τον γιο του, δυο χρονών, να ξεκαλοκαιριάσει με τη γιαγιά, έχει γράψει και ποίημα. Το ότι τον ανάθρεψε η βάβω του οφείλεται απλώς στο ότι ζούσε μαζί τους, όπως οι περισσότερες γιαγιάδες τότε, και η μάνα του είχε να προσέχει τα ζώα.

Οικοδόμος είπε...

Νίκο,
δεν το ήξερα. Το έψαξα σήμερα. Η μητέρα του Κοτζιούλα πέθανε το 1975. Η πληροφορία προέρχεται από την οικογένεια του ποιητή.

Καλή δύναμη!

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Οικοδόμε, δεν το θυμόμουν το 1975, σ΄ευχαριστώ, καλή συνέχεια!