Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΟΥΩΛΤ ΟΥЇΤΜΑΝ – Στο θάνατο του καπετάνιου




Στον Αμερικανό ποιητή Ουώλτ Ουίτμαν και το ποίημά του O Captain! My Captain! έχουμε αφιερώσει παλιότερη ανάρτηση ΕΔΩ. Σήμερα παραθέτουμε την μετάφραση, του ίδιου ποιήματος, του αντιστασιακού ποιητή Νίκου Καρβούνη.

Στο θάνατο του καπετάνιου

Τέλειωσε, καπετάνιο μου, το φοβερό ταξίδι
τις τρικυμίες ντροπιάσαμε, κερδίσαμε τη νίκη.
Να το λιμάνι, θριαμβικά σημαίνουν οι καμπάνες.
Μυριόστομο το αλαλητό που μας καλωσορίζει
και στη γερή την πλώρη μας τα μάτια στηλωμένα
το άξιο μας καμαρώνουνε κι’ ατρόμητο καράβι.
Μα ω, βάστα, βάστα καρδιά. Ω, οι αιμάτινες στάλες
οι αιμάτινες στάλες εδώ στο κατάστρωμα
σωριασμένος και κρύος όπου κείτεται
νεκρός ο ακριβός καπετάνιος μου.

ω, σήκω, καπετάνιο μου, ν’ ακούσεις τις καμπάνες!
Για σε ανεμίζουν φλάμπουρα και σάλπιγγες ηχάνε,
για σε λουλούδια φέρνουνε και στέφανα και δάφνες
για σένα μ’ ανυπόμονη αναγαλλιά τρικυμίζει
ανθρωποπέλαο στη στεργιά και σένα αναζητάνε
τα χίλια μύρια πρόσωπα με πόθο αναγερμένα.

Σου ανασηκώνω αλαφρά το κεφάλι πατέρα
με χέρι τρεμάμενο. Σήκω!
Ψεύτικο όνειρο θάναι που κοίτεσαι
στο κατάστρωμα νεκρός, καπετάνιο μου.

Δεν κραίνει ο καπετάνιος μου, το χέρι μου δε νιώθει.
Άσπρα τα χείλη, ακίνητα και μένει σωριασμένος
δίχως πνοή και θέληση, δίχως λαλιά ο πατέρας.
Τέλειωσε πια το φοβερό ταξίδι. Το καράβι
που απ’ τις φουρτούνες γλύτωσε, γερό και κερδισμένο
σ’ αραξοβόλι σίγουρο την άγκυρα έχει ρίξει.

Αναγαλλιάστε στεργιές, χτυπάτε καμπάνες
μα εγώ, με θλιμμένο το βήμα
περπατώ στο κατάστρωμα όπου κείτεται
νεκρός ο ακριβός καπετάνιος μου.

Walt Whitman

Μετάφραση: Νίκος Καρβούνης

(Όπως δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, την Πέμπτη 22 Μάη του 1947.)

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Εκτοπλάσματα




Μέσα στον τάφο μου
περπατώ ταραγμένος
τ’ απάνω κάτω
τ’ απάνω κάτω

ακούω τα πράγματα τριγύρω
να ουρλιάζουν
ιδέες-αυτοκίνητα
αυτοκίνητα-ιδέες

ανθρώποι περνάνε
μιλούνε, γελάνε
για μένα

λένε αλήθειες
λένε ψευτιές
για μένα, για μένα!

—Μη, τους φωνάζω
μη μιλάτε
για τις νεκρές αγάπες μου

θα ξυπνήσουν
θα σας βγάλουν τα μάτια!

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

(ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ, 1980)

«Ποιήματα 1980-1998», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2002.

Επέτειος 94 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή η σημερινή.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ – Η νυχτερίδα




Μέσα στο αίμα έμαθα να περιμένω
να πιάσει η δική μου προσευχή
να μπεις, Θεέ μου, σαν λιοντάρι
μα σαν σκυλί σκυφτό να βγεις.

Έλα στου κάτω κόσμου το σκοτάδι
του γέρου του πατέρα μου βρες τη φωνή
όταν με δάκρυα –η τρελή- ζητάει
όλο το φως που έχει στερηθεί.

Παρ’ την επάνω, καν’ την πεταλούδα
κι άσε την ήσυχη να ζει
κι όσο για μένα που μπροστά σου γονατίζω
και νιώθω την ανάσα σου στην πλάτη μου καυτή
ξέρω, με θες, γι’ αυτό σου ψιθυρίζω
απελθέτω από εμέ το ποτήριον τούτο
γιατί έγινα με τη θέλησή μου νυχτερίδα
ακίνητη και σιωπηλή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


«Μονσινιόρ, 1996» - Από το βιβλίο του «Η αλήθεια που δεν υπάρχει», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1999.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Ποιήματα για την ΗΛΕΚΤΡΑ



Ηλέκτρα Αποστόλου
(του Δημ. Μεγαλίδη)

Σαν σήμερα, στις 26 Ιούλη του 1944, βρίσκεται πεταμένο στους δρόμους της Αθήνας ένα γυναικείο σώμα, παραμορφωμένο και μισοκαμένο. Ήταν το πτώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου. Την είχε συλλάβει η Ειδική Ασφάλεια και την οδήγησε στο άντρο της οδού Ελπίδας. Εκεί την υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να της αποσπάσουν μυστικά για την οργάνωση της Αντίστασης και το μηχανισμό του ΚΚΕ, αφού η Ηλέκτρα ήταν στέλεχος του κόμματος. Λίγο πριν ξεψυχήσει, είχε τον εξής διάλογο με τους δημίους της:

«-Πώς σε λένε;/ -Ελληνίδα./ -Από πού είσαι;/ -Από την Αθήνα./ -Πού μένεις;/ -Στην Αθήνα./ -Ποιοι είναι οι συνεργάτες σου;/ - Όλοι οι Έλληνες.»

Παραθέτουμε τέσσερα ποιήματα γραμμένα για την Ηλέκτρα, που βρήκαμε στο βιβλίο του Κώστα Μπίρκα «ΗΛΕΚΤΡΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, η αθάνατη ηρωίδα του έθνους». Μπορείτε να διαβάσετε ή να κατεβάσετε στον υπολογιστή σας το βιβλίο, από την e-βιβλιοθήκη Οικοδόμος ΕΔΩ.


1). ΗΛΕΚΤΡΑ! -  της Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη

Αγάπησες και δόθηκες με πάθος στον αγώνα
με τη γυναίκεια σου ψυχή, μια φλόγα μυστική.
Δεν έσκυψες ποτέ το μέτωπο, δεν λύγισες το γόνα,
μ’ αντρίκιο θάρρος πάλαιψες ΗΛΕΚΤΡΑ ηρωική.

Μάνα που σφιχταγκάλιασες στο μητρικό παλμό σου
όλες τις μάνες τις πικρές.
Και τα παιδιά τους λάτρεψες όμοια με το δικό σου
που σ’ εξορίες τ’ ανάθρεψες και μαύρες φυλακές.

Μια φλογισμένη ήσουν καρδιά για του λαού τον πόνο
γι’ αυτό υψωνόσουνα πύρινη ρομφαία μπρος στη σκλαβιά.
Κι’ από τη γιγάντια αγάπη σου αντλούσες μίσος μόνο
για κείνους που βασάνιζαν γυναίκες και παιδιά.

Κι ω! πόσο στάθηκες ψηλά στου μαρτυρίου την ώρα.
Αδάκρυτη, ανυπόταχτη σε καίγαν ζωντανή.
Κι εσύ απ’ τις φλόγες έβλεπες να βγαίνει λαμπροφόρα
η πλάση που ονειρεύτηκες ΗΛΕΚΤΡΑ ηρωική.
(Στο «Ριζοσπάστη» του 1946)


2). ΗΛΕΚΤΡΑ! - του Θ. Πιερίδη

Φέρνουμε τη φωτιά που σ’ έκαψε
ορθόφλογη που σ’ έκανε λαμπάδα
και πια δεν σβύστη. Έγινε ήλιος μεγαλόφωτος
κι’ αστράφτει μέσα μας κι απάνω στην Ελλάδα!


3). Ηλέκτρα! - του Γ. Ρίτσου

Ηλέκτρα!
Η ώρα της λευτεριάς έφτασε κι εσύ λείπεις.
Στις λεύτερες συνοικίες μας τα χωνιά διαλαλούνε τις νίκες μας
Κι εσύ δεν ακούς.
Οι σημαίες του ΕΑΜ δοξάζουν τον Αγώνα μας
Κι εσύ δε βλέπεις.
Ηλέκτρα μας.
Η ώρα της λευτεριάς έφτασε, μα συ λείπεις.
Είναι τ’ όνομά σου γραμμένο πλάι πλάι στ’ όνομα της λευτεριάς
Το αίμα σου μέσα στις φλέβες μας, η καρδιά σου
Στην καρδιά μας.


4). Χωρίς τίτλο – του Α. Πανσέληνου

Δεν ήτανε ποτέ η καρδιά σου σύννεφο
ήταν μονάχα ένα όνειρο αγριεμένο.
Φυσούσε αγέρας στις πτυχές των ρούχων σου
τρικύμιζε ωκεανός μεσ’ στα μαλλιά σου
τα παλιοπάπουτσά σου βηματίσανε
πάνω στα χνάρια της Δημοκρατίας.
Τη νύχτα που σε κάψανε και σε σκότωσαν
βγήκε ένα δέντρο στο νεκροταφείο
για μια στιγμή στο στήθος σου κελαϊδούν
μαζί με όλα τα πουλιά της οικουμένης.
Στην αντιμέτρησή σου με το θάνατο
τον πρόγκιξες σαν νεόπλουτο χωριάτη,
δεν είχες ούτε του ήρωα την αναίδεια
ούτε τη βαρβαρότητα του αγίου

Ηλέκτρα, Ηλέκτρα, είσαι η Ελλάδα ολάκερη
Χώρα της οργισμένης ευλογίας…

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Federico Garcia Lorca - Ψυχή απούσα


Γιαννικοπούλου Στρατηγούλα - Νεκρή φύση

Δε σε γνωρίζει πια ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Δε σε γνωρίζει η πέτρα που πλαγιάζεις,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζουν οι βουβές σου οι θύμισες
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με τα θαμπά σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να ξαναδεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται σαν πεθάνουν
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.

Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.

Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, γεμάτος τόλμη, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του και θα την τραγουδώ με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα που άγγιζε απαλά τα λιόδεντρα.

Federico Garcia Lorca


(μετάφραση: Κατερίνα Χαλκίδου)

"Federico Garcia Lorca: ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Δίγλωσση έκδοση". Εκδόσεις Κοροντζή, Αθήνα 2007.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Με τον ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ στην εξορία (Μαρτυρία)

Σ' ένα φορτηγό

Αύγουστος 1948. Είμαι όρθιος, εγώ και καμιά τριανταριά άτομα, στην καρότσα ενός φορτηγού. Απ' την Ασφάλεια μας φορτώσανε, και πού μας πάνε ακριβώς δεν ξέρουμε. Το σίγουρο είναι η εξορία, το πώς και πότε, θα δείξει. Κρατιέμαι απ' το παραπέτο που 'χει μια ξύλινη προέκταση καγκελωτή ως απάνω. Δίπλα μου στηρίζεται ένας άντρας που η εμφάνισή του είναι σε κραυγαλέα αντίθεση με τη δική μου και των υπόλοιπων. Τον λοξοκοιτάζω διακριτικά, τον παρατηρώ. Κοστούμι ταξιδιωτικό πιε-ντε-πουλ σε μοβ απόχρωση, λευκό πουκάμισο, γραβάτα. Φρεσκοξυρισμένος, καλοχτενισμένος, με την κολώνια του, παρακαλώ. Ολοι καταλήξαμε στην Ασφάλεια από διάφορα κρατητήρια και βρεθήκαμε εδώ βρώμικοι, αξύριστοι, κακομοιριασμένοι. Τώρα πώς τα κατάφερε αυτός νά 'ναι φιγουρίνι, δεν μπορούσα να φανταστώ. Οταν γνωριστήκαμε, κατάλαβα: είχε ακμαίο το ηθικό.
Τό 'νιωσε πως τον περιεργάζομαι, και μου σκάει ένα χαμόγελο:
- Συγγνώμη, τι δουλιά κάνετε; με ρωτά.
- Είμαι ζωγράφος.
- Δηλαδή;
- Να, τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών κι ως τώρα δούλευα σκιτσογράφος στην εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα».
- Χαίρομαι που συναντώ έναν καλλιτέχνη.
- Εσείς; ρωτώ με τη σειρά μου.
- Είμαι ο Γιάννης Ρίτσος.
- Α!
- Είμαι ο ποιητής!
- Τι να πω... σας ξέρω... σας έχω ακουστά, και χαίρομαι, χαίρομαι πολύ...
Αν και ζωγράφος, ενδιαφερόμουνα αρκετά για τη λογοτεχνία. Διάβαζα, από την Κατοχή ακόμα, τα «Νεοελληνικά Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη κι από 'κει ήξερα για τον Ρίτσο και τα έργα του, αλλά μ' αυτή την τόσο απρόσμενη συνάντηση μού ήρθε ξαφνικό.

Στο Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά

Εδώ, το καμιόνι μάς ξεφόρτωσε. Ενα παλιό χτίριο διακοσμημένο με σωλήνες αποχέτευσης, όλο δύσοσμες διαρροές. Σπρωχτήκαμε σ' ένα χώρο που ήτανε κιόλας πήχτρα από κόσμο. Οι πιο πολλοί όρθιοι, άλλοι καθιστοί κατάχαμα, μερικοί ξαπλωτοί με μαζεμένα αναγκαστικά τα πόδια. Μισοσκόταδο, μπόχα ανθρωπίλας, έλλειψη οξυγόνου. Στη γωνιά ένα πιθάρι μικρό με ξύλινο καπάκι: η «βούτα», για τις «ανάγκες» μας. Δηλαδή μεσαιωνική φυλακή. Κάποιος λέει ανέκδοτα, τριγυρισμένος από κρατούμενους. Πλησιάζουμε. Είναι κατάδικος σε θάνατο, μαθαίνουμε. Λεβέντης, μελαχροινός, με ξέστηθο πουκάμισο και σταυρουδάκι στο μαλλιαρό στήθος. 

Ο Ρίτσος ανοίγει στα γρήγορα τη βαλίτσα του, βγάζει ένα μπλοκ κι αρχίζει να τον σκιτσάρει. Εμένα ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό ότι μέσα σε τούτο το άντρο της κόλασης μπορούσε να γίνει ζωγραφική. Καθίσαμε σε μια γωνιά. Κοιτάζω το σκίτσο. Μπορεί να μην έχει «σωστό» σχέδιο, όμως δίνει δυνατά, σχεδόν εξπρεσιονιστικά, τη μορφή.
«Γιάννης Ρίτσος». Σχέδιο του Γ. Στεφανίδη στην εξορία (1949), το οποίο περιλαμβάνεται στο λεύκωμά του «Ζωγραφική στην εξορία» (έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», 1988)
- Πώς μπόρεσες με αυτές τις συνθήκες, του λέω.
- Αυτός ο άνθρωπος με συντάραξε με την απάθειά του. Επρεπε να το κάνω τώρα, αμέσως, αλλιώς θα το έχανα.
Αρχίζω να γνωρίζω τον Ρίτσο.

Απ' το μεταγωγών του Πειραιά μέχρι το λιμάνι η απόσταση είναι μικρή. Μας φορτώσανε στο «Κως», ένα πλοίο σαράβαλο, πιο πολύ φορτηγό παρά επιβατηγό. Στριμωχτήκαμε όλοι στην πρύμη, ανάμεσα σε βαρέλια και κασόνια. Με το που βγήκαμε στον Σαρωνικό, βλέπουμε τους χωροφυλάκους να μας δένουνε δυο-δυο με χειροπέδες. Αγαναχτήσαμε, βάλαμε τις φωνές, κι ο Ρίτσος μαζί:
- Πάτε να μας πνίξετε, όπως με τη «Χειμάρα!» 1
Κι ο πλοίαρχος από ψηλά:
- Σκασμός, τομάρια, ε, τομάρια! Οποιος ξαναμιλήσει, θα τόνε δέσω στο άλμπουρο! ακούσατε, τομάρια; (Δεν είχε ποικιλία από βρισιές).
Δυστυχώς για μένα, δεν πρόλαβα να... δεθώ με τον Ρίτσο, δέθηκε ένας καθηγητής, πανεπιστημιακός, που ήταν πιο κοντά του. Εγώ δέθηκα με τον Νικηφόρο, έναν καλόκαρδο σύντροφο που ήταν μαζί μας απ' το τμήμα μεταγωγών, κι οι χειροπέδες γίνανε δεσμοί φιλίας. Ημαστε σαν σιαμαίοι, αναγκαστικά μαζί στον ύπνο, στο φαΐ, στο αποχωρητήριο... Και τον τραβολογούσα κι αυτόν για να βρίσκομαι όσο γίνεται πιο κοντά στον Ρίτσο, που δεν του έλειπε η παρέα. Βασίλευε ο ήλιος στον Μαλιακό, όταν - δεν ξέρω πώς ήρθε η κουβέντα - άρχισε να μας αναλύει την προέλευση και τα είδη της τραγωδίας. Αναφέρθηκε στη διονυσιακή καταγωγή της, στο θρησκευτικό χαρακτήρα που είχε αρχικά, στον Θέσπη. 

Εκανε διαχωρισμό σε πρωτογενή και δευτερογενή τραγωδία. Η πρωτογενής, είναι τραγωδία καταστάσεων δραματικών, είπε, που κορυφώνονται με συγκρούσεις στην εξέλιξη του έργου προς την κάθαρση-λύτρωση. Είναι λιγοπρόσωπη, έχει όμως χορικά, χρησιμοποιεί μάσκες, κοθόρνους, κι είναι η αρχαία τραγωδία. Η άλλη μορφή, η δευτερογενής, είναι το δράμα, που όμως έχει πλοκή, είναι πολυπρόσωπη. Κι έφερε σαν παράδειγμα τις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Τον φώτιζε το ηλιοβασίλεμα κι είχε αποπνευματωθεί εντελώς. Κάποιος, δείχνοντας τον ουρανό που είχε γίνει καταπόρφυρος, βρήκε την ευκαιρία ν' απαγγείλει:
«Η γαϊδουροκεφαλή». Ακουαρέλα του Γ. Στεφανίδη. Για το «εύρημα» αυτό, στο Κοντοπούλη της Λήμνου, ο Γ. Ρίτσος αφιέρωσε στίχους του στα «Ημερολόγια Εξορίας (1948-1950)»
«Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!»
Κάπως έτσι συνεχίζεται το ταξίδι, όσο προχωρά η νύχτα, ώσπου αρχίζει ν' ακούγεται ο θόρυβος απ' τις χειροπέδες όταν τα «ζευγάρια» προσπαθούνε να βολευτούν για τον ύπνο. Μια βροχή που έπιασε, μας βρήκε απροετοίμαστους. Κάπου βρέθηκε, μες στο σκοτάδι, ένας παλιομουσαμάς. Σκεπαστήκαμε οι μισοί, οι υπόλοιποι έμειναν απ' έξω.


Του Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
(Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ζωγράφος-χαράκτης και συγγραφέας)
Ριζοσπάστης, Κυριακή 2 Μάη 2004

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Mladen Issaev – ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΟΥ


    Βάλιας Σεμερτζίδης,  Χορός

Οι πανάρχαιοι παππούδες μου πλάνητες ήσαν και τσοπάνοι,
στα μαλλιαρά τους δέρματα, σαν τις αρκούδες τυλιγμένοι·
του Δούναβι τα σταροχώραφα χαμηλά αντιφεγγίζαν
χρυσά, και τα βουνά στον νότο με τους άσπρους παγετώνες.

Οι πανάρχαιοι παππούδες μου, τεράστιοι, ωραίοι και δυνατοί ΄σαν,
άλλοτε αγροίκοι και τρυφεροί άλλοτε ― σκλάβοι, ειδωλολάτρες,
με τις γυναίκες τους τις εύρωστες φλογερά ερωτευμένοι
και φλογερά τη ζωή, σα γυναίκα πολλά εύρωστη, αγαπούσαν.

Η νύχτα όπου τους πρόφταινε, πλάγιαζαν δίπλα, στα κοπάδια,
κι ώρες πολλές θωρούσανε ψηλά στον ουρανό τ’ αστέρια,
και τα πεφτάστρα, γοργό φως που χάραζε το πέσιμό τους,
κ’ ήσαν περίσσια τρυφεροί ποιητές, χωρίς καν να το ξέρουν.

Κι όταν ανεμική κακή τους κλάδους έσπαζε στα δέντρα
κι άγριος φυσούσε ο σίφουνας, θεριά, περίσσια εξοργισμένα, οι
πανάρχαιοι παππούδες μου ορθώνονταν στους ορίζοντες μέσα,
ενάντια στην ανεμική, ξέστηθοι, μαλλιαροί, τεράστιοι.

Κι όταν ορδή εχθρική τα χώματά τους θα καταπατούσε,
πάνω στα βουνά, αυτοί, πρωταγροίκητες μάχες πάντα δίναν,
― τα θαυμαστά τους κατορθώματα τα πλέξανε τραγούδια,
που για τη λεύτερη ψυχή μιλούνε ακόμη των χαϊντούκων.

Οι πανάρχαιοι παππούδες μου, χρόνια και χρόνια πάνε τώρα,
βαθιά κοιμήθηκαν, βαθιά θαμμένοι κάτω από το χώμα.
Του Δούναβι τα σταροχώραφα, όμως, χρυσαντιφεγγίζουν
ακόμη, ακόμη τα βουνά στιλβώνουνε κυανά τα χιόνια.

Έγγονος γνήσιος των παππούδων μου, τη δροσιάν ανασαίνω
της γης, θωρώ τ’ αστέρια πάνω μου να σκύβουνε, και το αίμα ορ-
μητικό, νεανικό, κυλά μέσα στ’ αυλάκια του κορμιού μου,
ενώ, πλατιά και φωτεινή, τραγουδά αδιάκοπα η ψυχή μου.

Mladen Issaev

«Δεν ξέρω πολλά πράγματα από τον Mladen Issaev (1907―), τον φίλο του Vaptzarov, μολονότι δεν έχει γράψει και λίγα. Ό,τι όμως ξέρω δικό του, μου φέρνει στον νου τον λόγο του Κομφούκιου: Αν δε μπορής να υπηρετήσης τον άνθρωπο, που είναι δίπλα σου, πώς θα υπηρετήσεις τον Θεό, που δεν ξέρεις καν που βρίσκεται; Πραγματικά, είναι ένας ποιητής γεμάτος από μιαν αγάπη που κλιμακώνεται από τον πιο κοντινό του, τη γυναίκα του ή την κόρη του, να πούμε, ως τους πιο μακρινούς προγόνους της ράτσας του, και, τελικά, τον Άνθρωπο, ― γεμάτος αγάπη για τα ζώα και για τα πράγματα και, τελικά, για την ίδια τη ζωή, ως υπέρτατο αγαθό κ’ υψίστη αξία. Στο εξαίρετο ποίημά του «Οι παππούδες μου», συνδυάζει έξοχα τη λυρική διάθεση με τον επικό τόνο, κι ο λόγος του ενεργεί μαγικά: μέσα μας ξυπνά την αστοχημένη ανάμνηση της μετανάστευσης των λαών, ― η αναφορά του ποιητή στους πρωτοβουλγάρους προγόνους του δε στενεύει τον ωραίο πίνακα· η εικόνα δε χάνει τίποτα από το κύρος της, ώστε ο Γερμανός να βλέπει τους Γότθους προγόνους του κι ο Έλληνας  τους δικούς του». ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

Ποίημα και κείμενο από το βιβλίο: «ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ», εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα 1971.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ: Συγγραφέας, ποιητής και αγωνιστής

 
Το καλοκαίρι του 1937, τότε που εργαζόμουνα στη διαχείριση του Σανατορίου Πάρνηθας, συνάντησα τον Γιώργο Κοτζιούλα στον ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ της εξωτερικής εισόδου του Σανατορίου και της περιοχής "Αγίας Τριάδας".

Ο Κοτζιούλας βάδιζε αργοκίνητα με μια γκλίτσα στο χέρι. Εκείνος δε με πρόσεξε, μα εγώ του φώναξα κι αυτός σταμάτησε. Σφίξαμε τα χέρια μας, με αμοιβαία εγκαρδιότητα. Μου είπε πως πήγαινε εκεί, όπου βρισκόταν ο Σταύρος Τσακίρης, λογοτέχνης κι αυτός, πουλώντας τσιγάρα και διάφορα δροσιστικά αναψυκτικά στους παραθεριστές της Πάρνηθας. Ο Τσακίρης, παρ' όλη την αναπηρία του, πήρε υπό την προστασία του τον Κοτζιούλα. Κι όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στα "Ενθυμήματά" του, ο Τσακίρης "πήγαινε κούτσα κούτσα, κρατώντας ραβδί για μπαστούνι. Τ' όνειρό του ήταν ν' ανοίξει τυπογραφείο. Κατόρθωσε να το πραγματοποιήσει. Μικρό ημιυπόγειο μαγαζί, με μερικές κάσες στοιχεία. Μοναδικός στοιχειοθέτης ο ίδιος. Τα πρώτα βιβλία που τύπωσε ήταν του Κοτζιούλα". Συνεχίζοντας ο Δ. Φωτιάδης τα βιογραφικά του Γ. Κοτζιούλα σημειώνει: "Ο πατέρας του ήταν ταχυδρόμος και γύριζε και τη βαρυχειμωνιά στ' άγρια εκείνα βουνά να μοιράσει γράμματα στα χωριά, που είχανε σύντροφο τη στέρηση και τ' αγρίμια. Η μητέρα του Κοτζιούλα πέθανε όταν ακόμα ο ίδιος ήταν μωρό. Τον μεγάλωσε η βάβω του, η γιαγιά του, που ως το τέλος της ζωής του τη λογάριαζε ιερό πρόσωπο.

***
Σαν ήρθε στην "καταραμένη Αθήνα", όπως την ονόμαζε, τα 'χασε. Γνώρισε την πείνα, δούλεψε σαν γκαρσόνι και ίσως και λούστρος. Την επιβίωση στην αφιλόξενη πολιτεία δεν τη γύρεψε από τους πλούσιους - ήξερε πως αυτοί έχουνε πορτοφόλι, μα όχι και καρδιά. Ο Κοτζιούλας - βγάζοντας ίσα ίσα το ψωμί του - ζούσε κάνοντας διορθώσεις σε περιοδικά κι εφημερίδες. Γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και εντυπωσίασε τους καθηγητές του με τις γνώσεις του για την αρχαία ελληνική γλώσσα και τα λατινικά. (...) Μονάχος του, από μια μέθοδο, έμαθε καλά τα γαλλικά. (...) Οι ταλαιπωρίες που είχε περάσει τον έκαναν φθισικό. Τον πήγαν σε σανατόριο στην Πεντέλη. (...) Παραφυστερα, στα χρόνια της κατοχής, παρά την κλονισμένη υγεία του, βγήκε αντάρτης στο βουνό". Ηταν στα 1944.
 
***
Ο Γ. Κοτζιούλας διηγείται: "(...) Πλησίαζε η 25η Μαρτίου κι οι αντάρτες ετοιμάζονταν για την εθνική γιορτή. (...) Λίγες μέρες πριν απ' του Ευαγγελισμού οι αντάρτες μου ζήτησαν κάτι. (...) Σκάρωσα στα γρήγορα ένα θεατρικό διάλογο με τρία τέσσερα πρόσωπα, χωρίς δράση σχεδόν. Του έβαλα και τίτλο "Το καινούργιο Εικοσιένα". Οταν έγινε η παράσταση, με άθλιο καιρό σ' ένα ακατοίκητο αχούρι - σπίτι, σαν αχερώνα, σαν χάνι (...) νόμιζα πως οι θεατές στριμωγμένοι σε κάτι παλιοσάνιδα, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι ανάμεσα σε τσιγάρα και λάμπες που κάπνιζαν, πως δε θα 'χαν υπομονή να καθίσουν άλλο μέσα εκεί. Κανένας όμως δεν έλεγε να φύγει κι έμειναν όλοι ως το τέλος. Η πρόχειρη εκείνη σκηνή μου είχε κινήσει την προσοχή, με τη γλώσσα, το τοπικό χρώμα κι εγώ δεν ξέρω τι. Απάνω σ' αυτό ακούω μια φωνή, πολλές φωνές:
- Το συγγραφέα!... Το συγγραφέα!...
Ποιος δαίμονας τους είχε σφυρίξει αυτή τη λέξη στ' αυτί; Πού ήξεραν οι ορεσίβιοι από πρεμιέρες θεάτρων; (...) Ωστόσο οι φωνές όλο και μεγάλωναν...".

***
Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στα 1909 στο χωριό Πλατανούσα της Αρτας και έζησε ως τα 1956 στην Αθήνα. Βέρος Ηπειρώτης, πίστευε πως η μοίρα του όρισε μια γραμμή ζωής, που άρχιζε από τη βουνοσειρά της Ηπείρου με ύψος 2.393 μέτρων, ονομαστή Τζουμέρκα, και τέλειωνε στην Αθήνα. Καμιά παρέκκλιση από τη γραμμή αυτής της μοίρας του δεν έπρεπε να γίνει. Κι όμως έγινε. Μας το λέει ο ίδιος με στιχουργικό τρόπο σαν ποιητής που ήταν: "Τζουμέρκα - Αθήνα, αυτή ήταν όλη/ που χάραξα, όλη μου η γραμμή. / Κίνησα απέκει μ' ένα τσόλι, / μου 'λειψε εδώ και το ψωμί. / Αρχή κακού ήταν που δεν είχα/ κουκούτσι πνεύμα πρακτικό/ τριχιά την έκανα την τρίχα/ της φαντασίας μου υλικό. / Εναν καιρό δεν ήθελα ούτε/ να βλέπω ανθρώπινη θωριά. / Βρέστε του (και μην ακούτε) γυναίκα, έλεγαν στα χωριά. / Αργότερα θα μ' έχουν βάλει/ με δυο σειρές στο λεξικό. / Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι, / θα γίνει ντόρος και κακό".
Στο ποίημά του αυτό είχε βάλει τον τίτλο "Αυτοβιογραφία". Ο Γιώργος Κοτζιούλας καλλιέργησε όχι μόνο την ποίηση, μα και την πεζογραφία με κριτικές και με διηγήματα. Γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, μετάφρασε με δοκιμότητα αρχαίους Ελληνες συγγραφείς. Μετάφρασε επίσης Λατίνους ποιητές, τον Οράτιο, τον Κάτουλο, τον Λουκρήτιο, Ευρωπαίους λυρικούς και πεζογράφους από γαλλικές εκδόσεις Ουγκό, Ντίκενς, Μοπασάν, Ζιδ κ. ά.

***
Με τον Γιώργο Κοτζιούλα είχα συνδεθεί μ' ένα σφιχτό φιλικό δεσμό. Κι όταν τον είδα και τον συνάντησα στην Πάρνηθα, θυμήθηκα το βιοτικά του βάσανα και την αγλύκαντη ζωή του με την αρρώστια του. Ο Δημήτρης Φωτιάδης στα "Ενθυμήματα" (τ. β. σελ. 123 - 124) αναφέρεται στον "δικαστή, ποιητή και Πρόεδρο της Δημοκρατίας Στασινόπουλο, που γύρεψε να γνωρίσει "τον Γ. Κοτζιούλα, γιατί τον είχαν εντυπωσιάσει τα ποιήματά του" και έγραψε: "Το ένα του παπούτσι ήταν σχισμένο και φαινόταν καθαρά από μέσα το πόδι του. Με κατάπληξη άκουσα την απάντηση πως δεν ήθελε θέση, για να μη θάψει το ταλέντό του σ' ένα γραφείο και ότι προτιμούσε να παλέψει σκληρά, αλλά να 'χει καιρό ελεύθερο να γράφει ποιήματα... Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι κάθε βράδυ έτρωγε μόνο ένα μαρούλι και κοιμόταν μια χαρά"...

Ν. Α. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Ριζοσπάστης, Κυριακή 15 Γενάρη 1995

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

''The Revolution Will Not Be Televised'', ένα ποίημα του Gill Scott-Heron, (1970)


You will not be able to stay home, brother.
You will not be able to plug in, turn on and cop out.
You will not be able to lose yourself on skag and skip,
Skip out for beer during commercials,
Because the revolution will not be televised.
The revolution will not be televised.
The revolution will not be brought to you by Xerox
In 4 parts without commercial interruptions.
The revolution will not show you pictures of Nixon
blowing a bugle and leading a charge by John
Mitchell, General Abrams and Spiro Agnew to eat
hog maws confiscated from a Harlem sanctuary.
The revolution will not be televised.
The revolution will not be brought to you by the
Schaefer Award Theatre and will not star Natalie
Woods and Steve McQueen or Bullwinkle and Julia.
The revolution will not give your mouth sex appeal.
The revolution will not get rid of the nubs.
The revolution will not make you look five pounds
thinner, because the revolution will not be televised, Brother.
There will be no pictures of you and Willie May
pushing that shopping cart down the block on the dead run,
or trying to slide that color television into a stolen ambulance.
NBC will not be able predict the winner at 8:32
or report from 29 districts.
The revolution will not be televised.
There will be no pictures of pigs shooting down
brothers in the instant replay.
There will be no pictures of pigs shooting down
brothers in the instant replay.
There will be no pictures of Whitney Young being
run out of Harlem on a rail with a brand new process.
There will be no slow motion or still life of Roy
Wilkens strolling through Watts in a Red, Black and
Green liberation jumpsuit that he had been saving
For just the proper occasion.
Green Acres, The Beverly Hillbillies, and Hooterville
Junction will no longer be so damned relevant, and
women will not care if Dick finally gets down with
Jane on Search for Tomorrow because Black people
will be in the street looking for a brighter day.
The revolution will not be televised.
There will be no highlights on the eleven o'clock
news and no pictures of hairy armed women
liberationists and Jackie Onassis blowing her nose.
The theme song will not be written by Jim Webb,
Francis Scott Key, nor sung by Glen Campbell, Tom
Jones, Johnny Cash, Englebert Humperdink, or the Rare Earth.
The revolution will not be televised.
The revolution will not be right back after a message
bbout a white tornado, white lightning, or white people.
You will not have to worry about a dove in your
bedroom, a tiger in your tank, or the giant in your toilet bowl.
The revolution will not go better with Coke.
The revolution will not fight the germs that may cause bad breath.
The revolution will put you in the driver's seat.
The revolution will not be televised, will not be televised,
will not be televised, will not be televised.
The revolution will be no re-run brothers;
The revolution will be live.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Με τον Γιάννη Βαρβέρη ... στα ξένα

Γεννήθηκε το 1955 στην Αθήνα. Εχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, τον συγκεντρωτικό τόμο «Ποιήματα 1975-1996», μεταφράσεις, θεατρικά και λογοτεχνικά δοκίμια. Γράφει κριτική θεάτρου. Εχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής - Δοκιμίου και το Βραβείο Καβάφη. Μεταφράσεις του, αττικής και νέας κωμωδίας, έχουν παρουσιαστεί στο θέατρο. Πρόσφατα εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Στα ξένα» από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Με τον Γιάννη Βαρβέρη γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Είναι από τα πρόσωπα που εκτιμώ και σέβομαι για το ήθος και τη δραστική παρουσία τους μέσα στα Γράμματα. Κατέβηκα λοιπόν από τον άμβωνα της κριτικής και αφέθηκα, όπως πάντα γοητευμένος, σε μια φανταστική συνομιλία μαζί του, για πώς, αν και ζούμε στο κέντρο των Αθηνών, νιώθουμε ότι ζούμε στα ξένα!
- Γ.Κ.: Ποια είναι η σχέση σου με τον γενέθλιο τόπο;
- Γ.Β.: ...όπως ο Κολόμβος / του Βαρθολομαίου Ντιάζ / και ο Ντιάζ του Βάσκο ντα Γκάμα / τα θαυμαστά κατορθώματα / ο ένας του άλλου, τα ζήλευε κρυφά / όχι πολύ / αλλά λίγο / ιδίως όμως / όπως απαρηγόρητος τις νύχτες / ανάμεσα στα γραψίματα / έπρεπε ανούσιες γι' αυτόν / αλλά σημαντικότατες για το imperium / να παίρνει αποφάσεις / ο μελαγχολικός αυτοκράτωρ - Μάρκος Αυρήλιος / έτσι ακριβώς / τώρα από δω / μ' αυτά ακριβώς τα κιάλια πια / κοιτάζω την πατρίδα.
- Γ.Κ.: Πώς είναι η ζωή σ' αυτά τα πάτρια ξένα;
- Γ.Β.: Ζούμε καλά / σ' αυτό το απόμερο νεκροταφείο. / Στους ευάερους τάφους / κάνουμε πρόβες ξαπλωμένοι / ενώ φυσάει από παντού ζωή / και μας γεμίζει νιάτα. / Οταν τελειώνει η πρόβα σηκωνόμαστε / γεμάτοι αισιοδοξία και δύναμη. Αύριο πάλι. / Οι πρόβες συνεχίζουν επ' αόριστον / και μας μικραίνουν / σιγά σιγά ξαναγυρίζουμε στη γέννησή μας / και παραδινόμαστε / ετοιμοθάνατα νεογέννητα / γεμάτα σφρίγος. / Ζούμε καλά / σ' αυτό το απόμερο νεκροταφείο. / Ποτέ σας δε θα μάθετε / πώς μεγαλώνει ένας άνθρωπος / σε βρέφος / που δεν κλαίει».
- Γ.Κ.: Σ' αυτή την πρόβα της ζωής, σ' αυτά τα ξένα, υπάρχει χαρά;
Γ.Β.: ... Εδώ / το μόνο γιορτινό στρωμένο / είναι το Πάσχα / αλλόκοτο, καθημερινό: / μέσα στο μπούγιο σταύρωσης κι ανάστασης / ανάμεσα κατάνυξη και ξέφρενη χαρά / το αίμα πήζει / γίνεται Χριστούγεννα / θαύμα, φωνάζουν / κρυβόμαστε / ζούμε.
- Γ.Κ.: Τι πρέπει ν' αποφεύγουμε;
- Γ.Β.: Μην πλησιάζετε τους συνεξόριστους / τους κυνηγάει της εξορίας ο ίσκιος. / Ισκιος στον τοίχο ο αρουραίος / του αίματος / φοράει χλαμύδα σκόνη της στιγμής / σκόνη θα κάτσει απάνω σας / η ξένη γη. / Μην πλησιάζετε ποτέ τους συνεξόριστους / ίσκιο φουρνίζουν / για να θρέψουν το κρέας τους / τα κόκαλά τους τα πετούν στους πέντε δρόμους / δασκαλεμένα εκείνα ψάχνουν για σκυλιά / εγώ σας θέλω αδέσποτα. / όποιος εδίψασε τους όμοιους / ας ελπίσει / όποιος εδίψασε / είν' ο έτοιμος / είν' ο πιωμένος.
- Γ.Κ.: Ωστόσο, είμαστε άνθρωποι που μοιάζουμε χαμένοι. Υπάρχει τίποτα που ν' απαλύνει αυτή την αίσθηση;
- Γ.Β.: Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι. / Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι. / Δε μας παρηγορεί η υγεία: / μια πλήξη πια, υγιείς εμείς / μόνο να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους. / Δε μας παρηγορούν τα χρήματα: / έχουμε τόσα / που μπορούμε και να τα αγοράσουμε. / Δε μας παρηγορούν ούτε τα σώματα: / μας παραδίδονται αφειδώς / γιατί το σφρίγος πάντοτε / ποθούσε τη σοφία. / Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι. / Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι. / Αυτό μονάχα μας παρηγορεί.

Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
Ριζοσπάστης, 13/1/2002

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Κώστας Καρυωτάκης - ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ...


Φωτογραφία: PIX

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ...
 
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.

Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιὰ
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ’ άστρα τ’ ουρανού.

Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ’ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ (1927)
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις ΣΥΛΛΟΓΗ, Αθήνα 1996