Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ – Αμοργός (I)




(απόσπασμα)

Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις
τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας
το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας.
Το ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα
του άνεμου είσαι μια σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος
των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά
ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτη-
μα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα
φύλλα της βερικοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των
μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγα-
πητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι. Υπάρχει μια πέτρα αθάνατη
που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε
τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει
ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’
αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού
Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής
μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη
φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει
ξαφνικά  η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες και τα χιόνια θα
λιώσουν στα βουνά θα κελαηδίσει ο άνεμος τα χελιδόνια
θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με
τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις
καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά
μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και
φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστειεύεται πια το αίμα των ρυακιών
θα ξεχειλίζει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα
παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμί-
δια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και
σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα
μεσάνυχτα. Τότε θα ΄ρθούν σιγά σιγά τα φοβισμένα κορίτσια
για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολό-
γυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς
που ήμασταν νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή
για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρίφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη
παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα
ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό
από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα
λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνει-
ρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια
καλύτερη μέρα.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

2 σχόλια:

Μαρία Νικολάου είπε...

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ᾿ άγγιξα με τα μάτια τις πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ᾿ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. (Αμοργός)

Καλό βράδυ

Οικοδόμος είπε...

Καλημέρα Μαρία.
Καλή δύναμη!